헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἔπειξις

; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἔπειξις ἔπειξεως

어원: e)pei/gw

  1. 서두르다, 급히 하다, 급히 가다
  1. haste, hurry

예문

  • ἔπειξισ δ’ ἦν καὶ σπουδὴ καὶ βοαὶ τῶν ἀγόντων αὐτοὺσ ὑπὸ λαμπτῆρσι, καὶ θόρυβοσ ἐκ τοῦδε πολὺσ καὶ φόβοσ, ὡσ τῶν πολεμίων αἰεὶ πλησιαζόντων. (Appian, The Civil Wars, book 2, chapter 8 7:7)

    (아피아노스, The Civil Wars, book 2, chapter 8 7:7)

  • καὶ τούτοισ ἅπασιν ἔπειξισ καὶ δρόμοσ παρὰ τὴν καθεστηκυῖαν ὡρ́αν τε καὶ δύναμιν τοῦ σώματοσ. (Aristides, Aelius, Orationes, 14:13)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 14:13)

  • ταῖσ μέν γε ἤδη πληρωθείσαισ τοῦ αἵματοσ οὐκέθ’ ὁμοίωσ ἔπειξισ ὄχλον μοι παρασχεῖν, ἀλλά πῃ καὶ ἀνίσχουσιν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 18 212:3)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 18 212:3)

  • οἱ δὲ πυνθανόμενοι προθύμωσ ἐδέχοντο τὴν πρόκλησιν, συμφράξαντέσ τε καὶ περικλάσαντεσ ἦγον ἐπὶ τοῦ στρατοπέδου φοράδην ἀναβαστάσαντεσ, ὡσ μὴ ἐμποδίζοιτο αὐτοῖσ ἡ ἔπειξισ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 19 257:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 19 257:2)

유의어

  1. 서두르다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION