- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐνστάζω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: enstazō 고전 발음: [도:] 신약 발음: [따조]

기본형: ἐνστάζω ἐνστάξω

형태분석: ἐν (접두사) + στάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to drop in or into, to be instilled into

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἔσταζω

ἔσταζεις

ἔσταζει

쌍수 ἔσταζετον

ἔσταζετον

복수 ἔσταζομεν

ἔσταζετε

ἔσταζουσι(ν)

접속법단수 ἔσταζω

ἔσταζῃς

ἔσταζῃ

쌍수 ἔσταζητον

ἔσταζητον

복수 ἔσταζωμεν

ἔσταζητε

ἔσταζωσι(ν)

기원법단수 ἔσταζοιμι

ἔσταζοις

ἔσταζοι

쌍수 ἔσταζοιτον

ἐστᾶζοιτην

복수 ἔσταζοιμεν

ἔσταζοιτε

ἔσταζοιεν

명령법단수 ἔσταζε

ἐστᾶζετω

쌍수 ἔσταζετον

ἐστᾶζετων

복수 ἔσταζετε

ἐστᾶζοντων, ἐστᾶζετωσαν

부정사 ἔσταζειν

분사 남성여성중성
ἐσταζων

ἐσταζοντος

ἐσταζουσα

ἐσταζουσης

ἐσταζον

ἐσταζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἔσταζομαι

ἔσταζει, ἔσταζῃ

ἔσταζεται

쌍수 ἔσταζεσθον

ἔσταζεσθον

복수 ἐστᾶζομεθα

ἔσταζεσθε

ἔσταζονται

접속법단수 ἔσταζωμαι

ἔσταζῃ

ἔσταζηται

쌍수 ἔσταζησθον

ἔσταζησθον

복수 ἐστᾶζωμεθα

ἔσταζησθε

ἔσταζωνται

기원법단수 ἐστᾶζοιμην

ἔσταζοιο

ἔσταζοιτο

쌍수 ἔσταζοισθον

ἐστᾶζοισθην

복수 ἐστᾶζοιμεθα

ἔσταζοισθε

ἔσταζοιντο

명령법단수 ἔσταζου

ἐστᾶζεσθω

쌍수 ἔσταζεσθον

ἐστᾶζεσθων

복수 ἔσταζεσθε

ἐστᾶζεσθων, ἐστᾶζεσθωσαν

부정사 ἔσταζεσθαι

분사 남성여성중성
ἐσταζομενος

ἐσταζομενου

ἐσταζομενη

ἐσταζομενης

ἐσταζομενον

ἐσταζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to drop in or into

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION