헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐνθουσιάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐνθουσιάζω

형태분석: ἐν (접두사) + θουσιάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: e)/nqeos

  1. 혼을 불어넣다, 야기시키다
  1. (intransitive) I am inspired or possessed by a god, I am rapt, I am in ecstasy.
  2. (transitive) I inspire.

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνθουσιάζω

ἐνθουσιάζεις

ἐνθουσιάζει

쌍수 ἐνθουσιάζετον

ἐνθουσιάζετον

복수 ἐνθουσιάζομεν

ἐνθουσιάζετε

ἐνθουσιάζουσιν*

접속법단수 ἐνθουσιάζω

ἐνθουσιάζῃς

ἐνθουσιάζῃ

쌍수 ἐνθουσιάζητον

ἐνθουσιάζητον

복수 ἐνθουσιάζωμεν

ἐνθουσιάζητε

ἐνθουσιάζωσιν*

기원법단수 ἐνθουσιάζοιμι

ἐνθουσιάζοις

ἐνθουσιάζοι

쌍수 ἐνθουσιάζοιτον

ἐνθουσιαζοίτην

복수 ἐνθουσιάζοιμεν

ἐνθουσιάζοιτε

ἐνθουσιάζοιεν

명령법단수 ἐνθουσίαζε

ἐνθουσιαζέτω

쌍수 ἐνθουσιάζετον

ἐνθουσιαζέτων

복수 ἐνθουσιάζετε

ἐνθουσιαζόντων, ἐνθουσιαζέτωσαν

부정사 ἐνθουσιάζειν

분사 남성여성중성
ἐνθουσιαζων

ἐνθουσιαζοντος

ἐνθουσιαζουσα

ἐνθουσιαζουσης

ἐνθουσιαζον

ἐνθουσιαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνθουσιάζομαι

ἐνθουσιάζει, ἐνθουσιάζῃ

ἐνθουσιάζεται

쌍수 ἐνθουσιάζεσθον

ἐνθουσιάζεσθον

복수 ἐνθουσιαζόμεθα

ἐνθουσιάζεσθε

ἐνθουσιάζονται

접속법단수 ἐνθουσιάζωμαι

ἐνθουσιάζῃ

ἐνθουσιάζηται

쌍수 ἐνθουσιάζησθον

ἐνθουσιάζησθον

복수 ἐνθουσιαζώμεθα

ἐνθουσιάζησθε

ἐνθουσιάζωνται

기원법단수 ἐνθουσιαζοίμην

ἐνθουσιάζοιο

ἐνθουσιάζοιτο

쌍수 ἐνθουσιάζοισθον

ἐνθουσιαζοίσθην

복수 ἐνθουσιαζοίμεθα

ἐνθουσιάζοισθε

ἐνθουσιάζοιντο

명령법단수 ἐνθουσιάζου

ἐνθουσιαζέσθω

쌍수 ἐνθουσιάζεσθον

ἐνθουσιαζέσθων

복수 ἐνθουσιάζεσθε

ἐνθουσιαζέσθων, ἐνθουσιαζέσθωσαν

부정사 ἐνθουσιάζεσθαι

분사 남성여성중성
ἐνθουσιαζομενος

ἐνθουσιαζομενου

ἐνθουσιαζομενη

ἐνθουσιαζομενης

ἐνθουσιαζομενον

ἐνθουσιαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀνθρωπίνων σπουδασμάτων καὶ πρὸσ τῷ θείῳ γιγνόμενοσ, νουθετεῖται μὲν ὑπὸ τῶν πολλῶν ὡσ παρακινῶν, ἐνθουσιάζων δὲ λέληθεν τοὺσ πολλούσ. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 156:1)

    (플라톤, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 156:1)

유의어

  1. 혼을 불어넣다

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION