Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐμπολάω

α-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐμπολάω

Structure: ἐμπολά (Stem) + ω (Ending)

Etym.: e)mpolh/

Sense

  1. to get by barter or traffic, earn, they were getting, by traffic
  2. to deal or traffic in, to purchase, buy, to make profit of, by dealing
  3. to deal as a merchant, traffic, having dealt in

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμπολῶ ἐμπολᾷς ἐμπολᾷ
Dual ἐμπολᾶτον ἐμπολᾶτον
Plural ἐμπολῶμεν ἐμπολᾶτε ἐμπολῶσιν*
SubjunctiveSingular ἐμπολῶ ἐμπολῇς ἐμπολῇ
Dual ἐμπολῆτον ἐμπολῆτον
Plural ἐμπολῶμεν ἐμπολῆτε ἐμπολῶσιν*
OptativeSingular ἐμπολῷμι ἐμπολῷς ἐμπολῷ
Dual ἐμπολῷτον ἐμπολῴτην
Plural ἐμπολῷμεν ἐμπολῷτε ἐμπολῷεν
ImperativeSingular ἐμπόλᾱ ἐμπολᾱ́τω
Dual ἐμπολᾶτον ἐμπολᾱ́των
Plural ἐμπολᾶτε ἐμπολώντων, ἐμπολᾱ́τωσαν
Infinitive ἐμπολᾶν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμπολων ἐμπολωντος ἐμπολωσα ἐμπολωσης ἐμπολων ἐμπολωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμπολῶμαι ἐμπολᾷ ἐμπολᾶται
Dual ἐμπολᾶσθον ἐμπολᾶσθον
Plural ἐμπολώμεθα ἐμπολᾶσθε ἐμπολῶνται
SubjunctiveSingular ἐμπολῶμαι ἐμπολῇ ἐμπολῆται
Dual ἐμπολῆσθον ἐμπολῆσθον
Plural ἐμπολώμεθα ἐμπολῆσθε ἐμπολῶνται
OptativeSingular ἐμπολῴμην ἐμπολῷο ἐμπολῷτο
Dual ἐμπολῷσθον ἐμπολῴσθην
Plural ἐμπολῴμεθα ἐμπολῷσθε ἐμπολῷντο
ImperativeSingular ἐμπολῶ ἐμπολᾱ́σθω
Dual ἐμπολᾶσθον ἐμπολᾱ́σθων
Plural ἐμπολᾶσθε ἐμπολᾱ́σθων, ἐμπολᾱ́σθωσαν
Infinitive ἐμπολᾶσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμπολωμενος ἐμπολωμενου ἐμπολωμενη ἐμπολωμενης ἐμπολωμενον ἐμπολωμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὅτι δὲ τὸν αὐτὸν ἵλεων καὶ ἱλαρὸν ἔλεγον δηλοῖ Ἔφιπποσ ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ δράματι Ἐμπολή · (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 64 5:1)
  • αὐλῶν πρὸσ λύραν κοινωνίασ, ἐπεὶ πολλάκισ καὶ αὐτὴ ἡμᾶσ ἡ συναυλία ἔθελγεν, Ἔφιπποσ ἐν Ἐμπολῇ φησιν κοινωνεῖ γάρ, ὦ μειρακίδιον, ἡ ’ν τοῖσιν αὐλοῖσ μουσικὴ κἀν τῇ λύρᾳ τοῖσ ἡμετέροισι παιγνίοισ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 92)
  • χ περὶ δὲ τῶν ἑταιρῶν Ἔφιπποσ ἐν Ἐμπολῇ τάδε φησὶν ἔπειτὰ γ’ εἰσίοντ’, ἐὰν λυπούμενοσ τύχῃ τισ ἡμῶν, ἐκολάκευσεν ἡδέωσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 291)

Synonyms

  1. to deal or traffic in

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION