고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ἐμπληκτικός ἐμπληκτική ἐμπληκτικόν
Structure: ἐμπληκτικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | ἐμπληκτικός | ἐμπληκτική | ἐμπληκτικόν |
Genitive | ἐμπληκτικοῦ | ἐμπληκτικῆς | ἐμπληκτικοῦ | |
Dative | ἐμπληκτικῷ | ἐμπληκτικῇ | ἐμπληκτικῷ | |
Accusative | ἐμπληκτικόν | ἐμπληκτικήν | ἐμπληκτικόν | |
Vocative | ἐμπληκτικέ | ἐμπληκτική | ἐμπληκτικόν | |
Dual | N/A/V | ἐμπληκτικώ | ἐμπληκτικᾱ́ | ἐμπληκτικώ |
G/D | ἐμπληκτικοῖν | ἐμπληκτικαῖν | ἐμπληκτικοῖν | |
Plural | Nominative | ἐμπληκτικοί | ἐμπληκτικαί | ἐμπληκτικά |
Genitive | ἐμπληκτικῶν | ἐμπληκτικῶν | ἐμπληκτικῶν | |
Dative | ἐμπληκτικοῖς | ἐμπληκτικαῖς | ἐμπληκτικοῖς | |
Accusative | ἐμπληκτικούς | ἐμπληκτικᾱ́ς | ἐμπληκτικά | |
Vocative | ἐμπληκτικοί | ἐμπληκτικαί | ἐμπληκτικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | ἐμπληκτικός ἐμπληκτικοῦ | ἐμπληκτικότερος ἐμπληκτικοτεροῦ | ἐμπληκτικότατος ἐμπληκτικοτατοῦ |
Adverb | ἐμπληκτικώς | ἐμπληκτικότερον | ἐμπληκτικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기