Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐμπιστεύω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐμπιστεύω ἐμπιστεύσω

Structure: ἐμπιστεύ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: e)n

Sense

  1. to entrust, to be entrusted with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμπιστεύω ἐμπιστεύεις ἐμπιστεύει
Dual ἐμπιστεύετον ἐμπιστεύετον
Plural ἐμπιστεύομεν ἐμπιστεύετε ἐμπιστεύουσιν*
SubjunctiveSingular ἐμπιστεύω ἐμπιστεύῃς ἐμπιστεύῃ
Dual ἐμπιστεύητον ἐμπιστεύητον
Plural ἐμπιστεύωμεν ἐμπιστεύητε ἐμπιστεύωσιν*
OptativeSingular ἐμπιστεύοιμι ἐμπιστεύοις ἐμπιστεύοι
Dual ἐμπιστεύοιτον ἐμπιστευοίτην
Plural ἐμπιστεύοιμεν ἐμπιστεύοιτε ἐμπιστεύοιεν
ImperativeSingular ἐμπίστευε ἐμπιστευέτω
Dual ἐμπιστεύετον ἐμπιστευέτων
Plural ἐμπιστεύετε ἐμπιστευόντων, ἐμπιστευέτωσαν
Infinitive ἐμπιστεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμπιστευων ἐμπιστευοντος ἐμπιστευουσα ἐμπιστευουσης ἐμπιστευον ἐμπιστευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμπιστεύομαι ἐμπιστεύει, ἐμπιστεύῃ ἐμπιστεύεται
Dual ἐμπιστεύεσθον ἐμπιστεύεσθον
Plural ἐμπιστευόμεθα ἐμπιστεύεσθε ἐμπιστεύονται
SubjunctiveSingular ἐμπιστεύωμαι ἐμπιστεύῃ ἐμπιστεύηται
Dual ἐμπιστεύησθον ἐμπιστεύησθον
Plural ἐμπιστευώμεθα ἐμπιστεύησθε ἐμπιστεύωνται
OptativeSingular ἐμπιστευοίμην ἐμπιστεύοιο ἐμπιστεύοιτο
Dual ἐμπιστεύοισθον ἐμπιστευοίσθην
Plural ἐμπιστευοίμεθα ἐμπιστεύοισθε ἐμπιστεύοιντο
ImperativeSingular ἐμπιστεύου ἐμπιστευέσθω
Dual ἐμπιστεύεσθον ἐμπιστευέσθων
Plural ἐμπιστεύεσθε ἐμπιστευέσθων, ἐμπιστευέσθωσαν
Infinitive ἐμπιστεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμπιστευομενος ἐμπιστευομενου ἐμπιστευομενη ἐμπιστευομενης ἐμπιστευομενον ἐμπιστευομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμπιστεύσω ἐμπιστεύσεις ἐμπιστεύσει
Dual ἐμπιστεύσετον ἐμπιστεύσετον
Plural ἐμπιστεύσομεν ἐμπιστεύσετε ἐμπιστεύσουσιν*
OptativeSingular ἐμπιστεύσοιμι ἐμπιστεύσοις ἐμπιστεύσοι
Dual ἐμπιστεύσοιτον ἐμπιστευσοίτην
Plural ἐμπιστεύσοιμεν ἐμπιστεύσοιτε ἐμπιστεύσοιεν
Infinitive ἐμπιστεύσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμπιστευσων ἐμπιστευσοντος ἐμπιστευσουσα ἐμπιστευσουσης ἐμπιστευσον ἐμπιστευσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμπιστεύσομαι ἐμπιστεύσει, ἐμπιστεύσῃ ἐμπιστεύσεται
Dual ἐμπιστεύσεσθον ἐμπιστεύσεσθον
Plural ἐμπιστευσόμεθα ἐμπιστεύσεσθε ἐμπιστεύσονται
OptativeSingular ἐμπιστευσοίμην ἐμπιστεύσοιο ἐμπιστεύσοιτο
Dual ἐμπιστεύσοισθον ἐμπιστευσοίσθην
Plural ἐμπιστευσοίμεθα ἐμπιστεύσοισθε ἐμπιστεύσοιντο
Infinitive ἐμπιστεύσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμπιστευσομενος ἐμπιστευσομενου ἐμπιστευσομενη ἐμπιστευσομενης ἐμπιστευσομενον ἐμπιστευσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • Ὁ ταχὺ ἐμπιστεύων κοῦφοσ καρδίᾳ, καὶ ὁ ἁμαρτάνων εἰσ ψυχὴν αὐτοῦ πλημμελήσει. (Septuagint, Liber Sirach 19:4)

Synonyms

  1. to entrust

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION