Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐμμελετάω

α-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἐμμελετάω ἐμμελετήσω

Structure: ἐμ (Prefix) + μελετά (Stem) + ω (Ending)

Etym.: e)n

Sense

  1. to exercise or train in

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμμελέτω ἐμμελέτᾳς ἐμμελέτᾳ
Dual ἐμμελέτᾱτον ἐμμελέτᾱτον
Plural ἐμμελέτωμεν ἐμμελέτᾱτε ἐμμελέτωσιν*
SubjunctiveSingular ἐμμελέτω ἐμμελέτῃς ἐμμελέτῃ
Dual ἐμμελέτητον ἐμμελέτητον
Plural ἐμμελέτωμεν ἐμμελέτητε ἐμμελέτωσιν*
OptativeSingular ἐμμελέτῳμι ἐμμελέτῳς ἐμμελέτῳ
Dual ἐμμελέτῳτον ἐμμελετῷτην
Plural ἐμμελέτῳμεν ἐμμελέτῳτε ἐμμελέτῳεν
ImperativeSingular ἐμμελε͂τᾱ ἐμμελετᾶτω
Dual ἐμμελέτᾱτον ἐμμελετᾶτων
Plural ἐμμελέτᾱτε ἐμμελετῶντων, ἐμμελετᾶτωσαν
Infinitive ἐμμελέτᾱν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμμελετων ἐμμελετωντος ἐμμελετωσα ἐμμελετωσης ἐμμελετων ἐμμελετωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμμελέτωμαι ἐμμελέτᾳ ἐμμελέτᾱται
Dual ἐμμελέτᾱσθον ἐμμελέτᾱσθον
Plural ἐμμελετῶμεθα ἐμμελέτᾱσθε ἐμμελέτωνται
SubjunctiveSingular ἐμμελέτωμαι ἐμμελέτῃ ἐμμελέτηται
Dual ἐμμελέτησθον ἐμμελέτησθον
Plural ἐμμελετώμεθα ἐμμελέτησθε ἐμμελέτωνται
OptativeSingular ἐμμελετῷμην ἐμμελέτῳο ἐμμελέτῳτο
Dual ἐμμελέτῳσθον ἐμμελετῷσθην
Plural ἐμμελετῷμεθα ἐμμελέτῳσθε ἐμμελέτῳντο
ImperativeSingular ἐμμελέτω ἐμμελετᾶσθω
Dual ἐμμελέτᾱσθον ἐμμελετᾶσθων
Plural ἐμμελέτᾱσθε ἐμμελετᾶσθων, ἐμμελετᾶσθωσαν
Infinitive ἐμμελέτᾱσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμμελετωμενος ἐμμελετωμενου ἐμμελετωμενη ἐμμελετωμενης ἐμμελετωμενον ἐμμελετωμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to exercise or train in

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION