헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐμμειδιάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐμμειδιάω ἐμμειδιάσω

형태분석: ἐμμειδιά (어간) + ω (인칭어미)

어원: e)n

  1. to smile or be glad at

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμμειδίω

ἐμμειδίᾳς

ἐμμειδίᾳ

쌍수 ἐμμειδίᾱτον

ἐμμειδίᾱτον

복수 ἐμμειδίωμεν

ἐμμειδίᾱτε

ἐμμειδίωσιν*

접속법단수 ἐμμειδίω

ἐμμειδίῃς

ἐμμειδίῃ

쌍수 ἐμμειδίητον

ἐμμειδίητον

복수 ἐμμειδίωμεν

ἐμμειδίητε

ἐμμειδίωσιν*

기원법단수 ἐμμειδίῳμι

ἐμμειδίῳς

ἐμμειδίῳ

쌍수 ἐμμειδίῳτον

ἐμμειδιῷτην

복수 ἐμμειδίῳμεν

ἐμμειδίῳτε

ἐμμειδίῳεν

명령법단수 ἐμμειδῖᾱ

ἐμμειδιᾶτω

쌍수 ἐμμειδίᾱτον

ἐμμειδιᾶτων

복수 ἐμμειδίᾱτε

ἐμμειδιῶντων, ἐμμειδιᾶτωσαν

부정사 ἐμμειδίᾱν

분사 남성여성중성
ἐμμειδιων

ἐμμειδιωντος

ἐμμειδιωσα

ἐμμειδιωσης

ἐμμειδιων

ἐμμειδιωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμμειδίωμαι

ἐμμειδίᾳ

ἐμμειδίᾱται

쌍수 ἐμμειδίᾱσθον

ἐμμειδίᾱσθον

복수 ἐμμειδιῶμεθα

ἐμμειδίᾱσθε

ἐμμειδίωνται

접속법단수 ἐμμειδίωμαι

ἐμμειδίῃ

ἐμμειδίηται

쌍수 ἐμμειδίησθον

ἐμμειδίησθον

복수 ἐμμειδιώμεθα

ἐμμειδίησθε

ἐμμειδίωνται

기원법단수 ἐμμειδιῷμην

ἐμμειδίῳο

ἐμμειδίῳτο

쌍수 ἐμμειδίῳσθον

ἐμμειδιῷσθην

복수 ἐμμειδιῷμεθα

ἐμμειδίῳσθε

ἐμμειδίῳντο

명령법단수 ἐμμειδίω

ἐμμειδιᾶσθω

쌍수 ἐμμειδίᾱσθον

ἐμμειδιᾶσθων

복수 ἐμμειδίᾱσθε

ἐμμειδιᾶσθων, ἐμμειδιᾶσθωσαν

부정사 ἐμμειδίᾱσθαι

분사 남성여성중성
ἐμμειδιωμενος

ἐμμειδιωμενου

ἐμμειδιωμενη

ἐμμειδιωμενης

ἐμμειδιωμενον

ἐμμειδιωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμμειδιάσω

ἐμμειδιάσεις

ἐμμειδιάσει

쌍수 ἐμμειδιάσετον

ἐμμειδιάσετον

복수 ἐμμειδιάσομεν

ἐμμειδιάσετε

ἐμμειδιάσουσιν*

기원법단수 ἐμμειδιάσοιμι

ἐμμειδιάσοις

ἐμμειδιάσοι

쌍수 ἐμμειδιάσοιτον

ἐμμειδιασοίτην

복수 ἐμμειδιάσοιμεν

ἐμμειδιάσοιτε

ἐμμειδιάσοιεν

부정사 ἐμμειδιάσειν

분사 남성여성중성
ἐμμειδιασων

ἐμμειδιασοντος

ἐμμειδιασουσα

ἐμμειδιασουσης

ἐμμειδιασον

ἐμμειδιασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμμειδιάσομαι

ἐμμειδιάσει, ἐμμειδιάσῃ

ἐμμειδιάσεται

쌍수 ἐμμειδιάσεσθον

ἐμμειδιάσεσθον

복수 ἐμμειδιασόμεθα

ἐμμειδιάσεσθε

ἐμμειδιάσονται

기원법단수 ἐμμειδιασοίμην

ἐμμειδιάσοιο

ἐμμειδιάσοιτο

쌍수 ἐμμειδιάσοισθον

ἐμμειδιασοίσθην

복수 ἐμμειδιασοίμεθα

ἐμμειδιάσοισθε

ἐμμειδιάσοιντο

부정사 ἐμμειδιάσεσθαι

분사 남성여성중성
ἐμμειδιασομενος

ἐμμειδιασομενου

ἐμμειδιασομενη

ἐμμειδιασομενης

ἐμμειδιασομενον

ἐμμειδιασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to smile or be glad at

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION