Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐκκυλίνδω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐκκυλίνδω ἐκκυλίσω ἐξεκυλίσθην

Structure: ἐκ (Prefix) + κυλίνδ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to roll out, to overthrow, rolled headlong from
  2. to extricate, to be extricated from, to plunge headlong

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐκκυλίνδω ἐκκυλίνδεις ἐκκυλίνδει
Dual ἐκκυλίνδετον ἐκκυλίνδετον
Plural ἐκκυλίνδομεν ἐκκυλίνδετε ἐκκυλίνδουσιν*
SubjunctiveSingular ἐκκυλίνδω ἐκκυλίνδῃς ἐκκυλίνδῃ
Dual ἐκκυλίνδητον ἐκκυλίνδητον
Plural ἐκκυλίνδωμεν ἐκκυλίνδητε ἐκκυλίνδωσιν*
OptativeSingular ἐκκυλίνδοιμι ἐκκυλίνδοις ἐκκυλίνδοι
Dual ἐκκυλίνδοιτον ἐκκυλινδοίτην
Plural ἐκκυλίνδοιμεν ἐκκυλίνδοιτε ἐκκυλίνδοιεν
ImperativeSingular ἐκκύλινδε ἐκκυλινδέτω
Dual ἐκκυλίνδετον ἐκκυλινδέτων
Plural ἐκκυλίνδετε ἐκκυλινδόντων, ἐκκυλινδέτωσαν
Infinitive ἐκκυλίνδειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐκκυλινδων ἐκκυλινδοντος ἐκκυλινδουσα ἐκκυλινδουσης ἐκκυλινδον ἐκκυλινδοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐκκυλίνδομαι ἐκκυλίνδει, ἐκκυλίνδῃ ἐκκυλίνδεται
Dual ἐκκυλίνδεσθον ἐκκυλίνδεσθον
Plural ἐκκυλινδόμεθα ἐκκυλίνδεσθε ἐκκυλίνδονται
SubjunctiveSingular ἐκκυλίνδωμαι ἐκκυλίνδῃ ἐκκυλίνδηται
Dual ἐκκυλίνδησθον ἐκκυλίνδησθον
Plural ἐκκυλινδώμεθα ἐκκυλίνδησθε ἐκκυλίνδωνται
OptativeSingular ἐκκυλινδοίμην ἐκκυλίνδοιο ἐκκυλίνδοιτο
Dual ἐκκυλίνδοισθον ἐκκυλινδοίσθην
Plural ἐκκυλινδοίμεθα ἐκκυλίνδοισθε ἐκκυλίνδοιντο
ImperativeSingular ἐκκυλίνδου ἐκκυλινδέσθω
Dual ἐκκυλίνδεσθον ἐκκυλινδέσθων
Plural ἐκκυλίνδεσθε ἐκκυλινδέσθων, ἐκκυλινδέσθωσαν
Infinitive ἐκκυλίνδεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐκκυλινδομενος ἐκκυλινδομενου ἐκκυλινδομενη ἐκκυλινδομενης ἐκκυλινδομενον ἐκκυλινδομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οὐ μὴν ἴσην γ’ ἔτισεν, ἀλλὰ συντόμωσ σκήπτρῳ τυπεὶσ ἐκ τῆσδε χειρὸσ ὕπτιοσ μέσησ ἀπήνησ εὐθὺσ ἐκκυλίνδεται· (Sophocles, Oedipus Tyrannus, episode 4:6)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION