헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εἴσπραξις

3군 변화 명사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εἴσπραξις εἴσπραξεως

형태분석: εἰσπραξι (어간) + ς (어미)

어원: from ei)spra/ssw

  1. a getting in or collection

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεὶ δὲ αὐτὸν ἵσταται Γάιοσ εἰσπραξόμενον τούσ τε φόρουσ καὶ ὅσα ἄλλα καταβαλλόμενα εἰσ τὸν Καίσαροσ θησαυρὸν ἐφυστερήκει τοῖσ καιροῖσ διὰ τὸ ἐπιδιπλασιάζεσθαι τὴν δύναμιν αὐτῶν, χρόνον ἐκεῖ ποιεῖται τῇ εἰσπράξει τρόπῳ τῷ αὐτοῦ χρώμενοσ μᾶλλον ἢ τῇ Γαί̈ου προστάξει, διὰ τὸ φειδοῖ χρῆσθαι τὰσ τύχασ οἴκτῳ λαμβάνων τῶν ὑπὸ τὴν εἴσπραξιν εἰσ ὀργὴν προυκαλεῖτο τὸν Γάιον μαλακίαν ἐπικαλοῦντα αὐτῷ τοῦ σχολῇ συνάγεσθαι αὐτῷ τὰ χρήματα. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 19 34:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 19 34:2)

유의어

  1. a getting in or collection

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION