- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐγχράω?

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: enchraō 고전 발음: [라오:] 신약 발음: [라오]

기본형: ἐγχράω

형태분석: ἐγ (접두사) + χρά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to dash against, there were, urged

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἔγχρω

ἔγχρᾳς

ἔγχρᾳ

쌍수 ἔγχρατον

ἔγχρατον

복수 ἔγχρωμεν

ἔγχρατε

ἔγχρωσι(ν)

접속법단수 ἔγχρω

ἔγχρῃς

ἔγχρῃ

쌍수 ἔγχρητον

ἔγχρητον

복수 ἔγχρωμεν

ἔγχρητε

ἔγχρωσι(ν)

기원법단수 ἔγχρῳμι

ἔγχρῳς

ἔγχρῳ

쌍수 ἔγχρῳτον

ἐγχρῷτην

복수 ἔγχρῳμεν

ἔγχρῳτε

ἔγχρῳεν

명령법단수 ἔγχρα

ἐγχρᾶτω

쌍수 ἔγχρατον

ἐγχρᾶτων

복수 ἔγχρατε

ἐγχρῶντων, ἐγχρᾶτωσαν

부정사 ἔγχραν

분사 남성여성중성
ἐγχρων

ἐγχρωντος

ἐγχρωσα

ἐγχρωσης

ἐγχρων

ἐγχρωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἔγχρωμαι

ἔγχρᾳ

ἔγχραται

쌍수 ἔγχρασθον

ἔγχρασθον

복수 ἐγχρῶμεθα

ἔγχρασθε

ἔγχρωνται

접속법단수 ἔγχρωμαι

ἔγχρῃ

ἔγχρηται

쌍수 ἔγχρησθον

ἔγχρησθον

복수 ἐγχρώμεθα

ἔγχρησθε

ἔγχρωνται

기원법단수 ἐγχρῷμην

ἔγχρῳο

ἔγχρῳτο

쌍수 ἔγχρῳσθον

ἐγχρῷσθην

복수 ἐγχρῷμεθα

ἔγχρῳσθε

ἔγχρῳντο

명령법단수 ἔγχρω

ἐγχρᾶσθω

쌍수 ἔγχρασθον

ἐγχρᾶσθων

복수 ἔγχρασθε

ἐγχρᾶσθων, ἐγχρᾶσθωσαν

부정사 ἔγχρασθαι

분사 남성여성중성
ἐγχρωμενος

ἐγχρωμενου

ἐγχρωμενη

ἐγχρωμενης

ἐγχρωμενον

ἐγχρωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION