Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐγκοληβάζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐγκοληβάζω

Structure: ἐγκοληβάζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: (어원이 불명확함.)

Sense

  1. to fall heavily upon, to gulp down, swallow up

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐγκοληβάζω ἐγκοληβάζεις ἐγκοληβάζει
Dual ἐγκοληβάζετον ἐγκοληβάζετον
Plural ἐγκοληβάζομεν ἐγκοληβάζετε ἐγκοληβάζουσιν*
SubjunctiveSingular ἐγκοληβάζω ἐγκοληβάζῃς ἐγκοληβάζῃ
Dual ἐγκοληβάζητον ἐγκοληβάζητον
Plural ἐγκοληβάζωμεν ἐγκοληβάζητε ἐγκοληβάζωσιν*
OptativeSingular ἐγκοληβάζοιμι ἐγκοληβάζοις ἐγκοληβάζοι
Dual ἐγκοληβάζοιτον ἐγκοληβαζοίτην
Plural ἐγκοληβάζοιμεν ἐγκοληβάζοιτε ἐγκοληβάζοιεν
ImperativeSingular ἐγκολήβαζε ἐγκοληβαζέτω
Dual ἐγκοληβάζετον ἐγκοληβαζέτων
Plural ἐγκοληβάζετε ἐγκοληβαζόντων, ἐγκοληβαζέτωσαν
Infinitive ἐγκοληβάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐγκοληβαζων ἐγκοληβαζοντος ἐγκοληβαζουσα ἐγκοληβαζουσης ἐγκοληβαζον ἐγκοληβαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐγκοληβάζομαι ἐγκοληβάζει, ἐγκοληβάζῃ ἐγκοληβάζεται
Dual ἐγκοληβάζεσθον ἐγκοληβάζεσθον
Plural ἐγκοληβαζόμεθα ἐγκοληβάζεσθε ἐγκοληβάζονται
SubjunctiveSingular ἐγκοληβάζωμαι ἐγκοληβάζῃ ἐγκοληβάζηται
Dual ἐγκοληβάζησθον ἐγκοληβάζησθον
Plural ἐγκοληβαζώμεθα ἐγκοληβάζησθε ἐγκοληβάζωνται
OptativeSingular ἐγκοληβαζοίμην ἐγκοληβάζοιο ἐγκοληβάζοιτο
Dual ἐγκοληβάζοισθον ἐγκοληβαζοίσθην
Plural ἐγκοληβαζοίμεθα ἐγκοληβάζοισθε ἐγκοληβάζοιντο
ImperativeSingular ἐγκοληβάζου ἐγκοληβαζέσθω
Dual ἐγκοληβάζεσθον ἐγκοληβαζέσθων
Plural ἐγκοληβάζεσθε ἐγκοληβαζέσθων, ἐγκοληβαζέσθωσαν
Infinitive ἐγκοληβάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐγκοληβαζομενος ἐγκοληβαζομενου ἐγκοληβαζομενη ἐγκοληβαζομενης ἐγκοληβαζομενον ἐγκοληβαζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to fall heavily upon

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION