헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐγκολάπτω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐγκολάπτω ἐγκολάψω

형태분석: ἐγ (접두사) + κολάπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to cut or carve upon

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκολάπτω

ἐγκολάπτεις

ἐγκολάπτει

쌍수 ἐγκολάπτετον

ἐγκολάπτετον

복수 ἐγκολάπτομεν

ἐγκολάπτετε

ἐγκολάπτουσιν*

접속법단수 ἐγκολάπτω

ἐγκολάπτῃς

ἐγκολάπτῃ

쌍수 ἐγκολάπτητον

ἐγκολάπτητον

복수 ἐγκολάπτωμεν

ἐγκολάπτητε

ἐγκολάπτωσιν*

기원법단수 ἐγκολάπτοιμι

ἐγκολάπτοις

ἐγκολάπτοι

쌍수 ἐγκολάπτοιτον

ἐγκολαπτοίτην

복수 ἐγκολάπτοιμεν

ἐγκολάπτοιτε

ἐγκολάπτοιεν

명령법단수 ἐγκόλαπτε

ἐγκολαπτέτω

쌍수 ἐγκολάπτετον

ἐγκολαπτέτων

복수 ἐγκολάπτετε

ἐγκολαπτόντων, ἐγκολαπτέτωσαν

부정사 ἐγκολάπτειν

분사 남성여성중성
ἐγκολαπτων

ἐγκολαπτοντος

ἐγκολαπτουσα

ἐγκολαπτουσης

ἐγκολαπτον

ἐγκολαπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκολάπτομαι

ἐγκολάπτει, ἐγκολάπτῃ

ἐγκολάπτεται

쌍수 ἐγκολάπτεσθον

ἐγκολάπτεσθον

복수 ἐγκολαπτόμεθα

ἐγκολάπτεσθε

ἐγκολάπτονται

접속법단수 ἐγκολάπτωμαι

ἐγκολάπτῃ

ἐγκολάπτηται

쌍수 ἐγκολάπτησθον

ἐγκολάπτησθον

복수 ἐγκολαπτώμεθα

ἐγκολάπτησθε

ἐγκολάπτωνται

기원법단수 ἐγκολαπτοίμην

ἐγκολάπτοιο

ἐγκολάπτοιτο

쌍수 ἐγκολάπτοισθον

ἐγκολαπτοίσθην

복수 ἐγκολαπτοίμεθα

ἐγκολάπτοισθε

ἐγκολάπτοιντο

명령법단수 ἐγκολάπτου

ἐγκολαπτέσθω

쌍수 ἐγκολάπτεσθον

ἐγκολαπτέσθων

복수 ἐγκολάπτεσθε

ἐγκολαπτέσθων, ἐγκολαπτέσθωσαν

부정사 ἐγκολάπτεσθαι

분사 남성여성중성
ἐγκολαπτομενος

ἐγκολαπτομενου

ἐγκολαπτομενη

ἐγκολαπτομενης

ἐγκολαπτομενον

ἐγκολαπτομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to cut or carve upon

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION