헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐξυπτιάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐξυπτιάζω ἐξυπτιάσω

형태분석: ἐξ (접두사) + ὑπτιάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to turn upside down, throwing back

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξυπτιάζω

ἐξυπτιάζεις

ἐξυπτιάζει

쌍수 ἐξυπτιάζετον

ἐξυπτιάζετον

복수 ἐξυπτιάζομεν

ἐξυπτιάζετε

ἐξυπτιάζουσιν*

접속법단수 ἐξυπτιάζω

ἐξυπτιάζῃς

ἐξυπτιάζῃ

쌍수 ἐξυπτιάζητον

ἐξυπτιάζητον

복수 ἐξυπτιάζωμεν

ἐξυπτιάζητε

ἐξυπτιάζωσιν*

기원법단수 ἐξυπτιάζοιμι

ἐξυπτιάζοις

ἐξυπτιάζοι

쌍수 ἐξυπτιάζοιτον

ἐξυπτιαζοίτην

복수 ἐξυπτιάζοιμεν

ἐξυπτιάζοιτε

ἐξυπτιάζοιεν

명령법단수 ἐξυπτίαζε

ἐξυπτιαζέτω

쌍수 ἐξυπτιάζετον

ἐξυπτιαζέτων

복수 ἐξυπτιάζετε

ἐξυπτιαζόντων, ἐξυπτιαζέτωσαν

부정사 ἐξυπτιάζειν

분사 남성여성중성
ἐξυπτιαζων

ἐξυπτιαζοντος

ἐξυπτιαζουσα

ἐξυπτιαζουσης

ἐξυπτιαζον

ἐξυπτιαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξυπτιάζομαι

ἐξυπτιάζει, ἐξυπτιάζῃ

ἐξυπτιάζεται

쌍수 ἐξυπτιάζεσθον

ἐξυπτιάζεσθον

복수 ἐξυπτιαζόμεθα

ἐξυπτιάζεσθε

ἐξυπτιάζονται

접속법단수 ἐξυπτιάζωμαι

ἐξυπτιάζῃ

ἐξυπτιάζηται

쌍수 ἐξυπτιάζησθον

ἐξυπτιάζησθον

복수 ἐξυπτιαζώμεθα

ἐξυπτιάζησθε

ἐξυπτιάζωνται

기원법단수 ἐξυπτιαζοίμην

ἐξυπτιάζοιο

ἐξυπτιάζοιτο

쌍수 ἐξυπτιάζοισθον

ἐξυπτιαζοίσθην

복수 ἐξυπτιαζοίμεθα

ἐξυπτιάζοισθε

ἐξυπτιάζοιντο

명령법단수 ἐξυπτιάζου

ἐξυπτιαζέσθω

쌍수 ἐξυπτιάζεσθον

ἐξυπτιαζέσθων

복수 ἐξυπτιάζεσθε

ἐξυπτιαζέσθων, ἐξυπτιαζέσθωσαν

부정사 ἐξυπτιάζεσθαι

분사 남성여성중성
ἐξυπτιαζομενος

ἐξυπτιαζομενου

ἐξυπτιαζομενη

ἐξυπτιαζομενης

ἐξυπτιαζομενον

ἐξυπτιαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξυπτιάσω

ἐξυπτιάσεις

ἐξυπτιάσει

쌍수 ἐξυπτιάσετον

ἐξυπτιάσετον

복수 ἐξυπτιάσομεν

ἐξυπτιάσετε

ἐξυπτιάσουσιν*

기원법단수 ἐξυπτιάσοιμι

ἐξυπτιάσοις

ἐξυπτιάσοι

쌍수 ἐξυπτιάσοιτον

ἐξυπτιασοίτην

복수 ἐξυπτιάσοιμεν

ἐξυπτιάσοιτε

ἐξυπτιάσοιεν

부정사 ἐξυπτιάσειν

분사 남성여성중성
ἐξυπτιασων

ἐξυπτιασοντος

ἐξυπτιασουσα

ἐξυπτιασουσης

ἐξυπτιασον

ἐξυπτιασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξυπτιάσομαι

ἐξυπτιάσει, ἐξυπτιάσῃ

ἐξυπτιάσεται

쌍수 ἐξυπτιάσεσθον

ἐξυπτιάσεσθον

복수 ἐξυπτιασόμεθα

ἐξυπτιάσεσθε

ἐξυπτιάσονται

기원법단수 ἐξυπτιασοίμην

ἐξυπτιάσοιο

ἐξυπτιάσοιτο

쌍수 ἐξυπτιάσοισθον

ἐξυπτιασοίσθην

복수 ἐξυπτιασοίμεθα

ἐξυπτιάσοισθε

ἐξυπτιάσοιντο

부정사 ἐξυπτιάσεσθαι

분사 남성여성중성
ἐξυπτιασομενος

ἐξυπτιασομενου

ἐξυπτιασομενη

ἐξυπτιασομενης

ἐξυπτιασομενον

ἐξυπτιασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to turn upside down

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION