고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ἐξαρνητικός ἐξαρνητική ἐξαρνητικόν
Structure: ἐξαρνητικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | ἐξαρνητικός | ἐξαρνητική | ἐξαρνητικόν |
Genitive | ἐξαρνητικοῦ | ἐξαρνητικῆς | ἐξαρνητικοῦ | |
Dative | ἐξαρνητικῷ | ἐξαρνητικῇ | ἐξαρνητικῷ | |
Accusative | ἐξαρνητικόν | ἐξαρνητικήν | ἐξαρνητικόν | |
Vocative | ἐξαρνητικέ | ἐξαρνητική | ἐξαρνητικόν | |
Dual | N/A/V | ἐξαρνητικώ | ἐξαρνητικᾱ́ | ἐξαρνητικώ |
G/D | ἐξαρνητικοῖν | ἐξαρνητικαῖν | ἐξαρνητικοῖν | |
Plural | Nominative | ἐξαρνητικοί | ἐξαρνητικαί | ἐξαρνητικά |
Genitive | ἐξαρνητικῶν | ἐξαρνητικῶν | ἐξαρνητικῶν | |
Dative | ἐξαρνητικοῖς | ἐξαρνητικαῖς | ἐξαρνητικοῖς | |
Accusative | ἐξαρνητικούς | ἐξαρνητικᾱ́ς | ἐξαρνητικά | |
Vocative | ἐξαρνητικοί | ἐξαρνητικαί | ἐξαρνητικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | ἐξαρνητικός ἐξαρνητικοῦ | ἐξαρνητικότερος ἐξαρνητικοτεροῦ | ἐξαρνητικότατος ἐξαρνητικοτατοῦ |
Adverb | ἐξαρνητικώς | ἐξαρνητικότερον | ἐξαρνητικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기