Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐαρινός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἐαρινός ἐαρινή ἐαρινόν

Structure: ἐαριν (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. of or in spring

Examples

  • ἐνταῦθα ἡ μὲν ὑπόθεσισ ἀπῄτει πολλὰ παρασχέσθαι τῶν εἰρημένων ἑκάστου παραδείγματα, καὶ ἴσωσ οὐκ ἀηδὴσ ἂν ὁ λόγοσ ἐγένετο πολλοῖσ ὥσπερ ἄνθεσι διαποικιλλόμενοσ τοῖσ ἐαρινοῖσ· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2213)
  • ἰατρικὴν δὲ λοιμῶδεσ θέροσ ἀραχνίων πλήθει προδηλοῦν, καὶ θρίοισ ἐαρινοῖσ ὅταν κορώνησ ποδὶ εἴκελα γένηται, τίσ ἐάσει τῶν ἀξιούντων μικρὰ σημεῖα μὴ γίγνεσθαι τῶν μεγάλων; (Plutarch, De defectu oraculorum, section 3 1:7)

Synonyms

  1. of or in spring

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION