Ancient Greek-English Dictionary Language

δωροφορέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: δωροφορέω δωροφορήσω

Structure: δωροφορέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from dwrofo/ros

Sense

  1. to bring presents, to give as presents or bribes

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δωροφόρω δωροφόρεις δωροφόρει
Dual δωροφόρειτον δωροφόρειτον
Plural δωροφόρουμεν δωροφόρειτε δωροφόρουσιν*
SubjunctiveSingular δωροφόρω δωροφόρῃς δωροφόρῃ
Dual δωροφόρητον δωροφόρητον
Plural δωροφόρωμεν δωροφόρητε δωροφόρωσιν*
OptativeSingular δωροφόροιμι δωροφόροις δωροφόροι
Dual δωροφόροιτον δωροφοροίτην
Plural δωροφόροιμεν δωροφόροιτε δωροφόροιεν
ImperativeSingular δωροφο͂ρει δωροφορεῖτω
Dual δωροφόρειτον δωροφορεῖτων
Plural δωροφόρειτε δωροφοροῦντων, δωροφορεῖτωσαν
Infinitive δωροφόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
δωροφορων δωροφορουντος δωροφορουσα δωροφορουσης δωροφορουν δωροφορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δωροφόρουμαι δωροφόρει, δωροφόρῃ δωροφόρειται
Dual δωροφόρεισθον δωροφόρεισθον
Plural δωροφοροῦμεθα δωροφόρεισθε δωροφόρουνται
SubjunctiveSingular δωροφόρωμαι δωροφόρῃ δωροφόρηται
Dual δωροφόρησθον δωροφόρησθον
Plural δωροφορώμεθα δωροφόρησθε δωροφόρωνται
OptativeSingular δωροφοροίμην δωροφόροιο δωροφόροιτο
Dual δωροφόροισθον δωροφοροίσθην
Plural δωροφοροίμεθα δωροφόροισθε δωροφόροιντο
ImperativeSingular δωροφόρου δωροφορεῖσθω
Dual δωροφόρεισθον δωροφορεῖσθων
Plural δωροφόρεισθε δωροφορεῖσθων, δωροφορεῖσθωσαν
Infinitive δωροφόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δωροφορουμενος δωροφορουμενου δωροφορουμενη δωροφορουμενης δωροφορουμενον δωροφορουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δωροφορήσω δωροφορήσεις δωροφορήσει
Dual δωροφορήσετον δωροφορήσετον
Plural δωροφορήσομεν δωροφορήσετε δωροφορήσουσιν*
OptativeSingular δωροφορήσοιμι δωροφορήσοις δωροφορήσοι
Dual δωροφορήσοιτον δωροφορησοίτην
Plural δωροφορήσοιμεν δωροφορήσοιτε δωροφορήσοιεν
Infinitive δωροφορήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
δωροφορησων δωροφορησοντος δωροφορησουσα δωροφορησουσης δωροφορησον δωροφορησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δωροφορήσομαι δωροφορήσει, δωροφορήσῃ δωροφορήσεται
Dual δωροφορήσεσθον δωροφορήσεσθον
Plural δωροφορησόμεθα δωροφορήσεσθε δωροφορήσονται
OptativeSingular δωροφορησοίμην δωροφορήσοιο δωροφορήσοιτο
Dual δωροφορήσοισθον δωροφορησοίσθην
Plural δωροφορησοίμεθα δωροφορήσοισθε δωροφορήσοιντο
Infinitive δωροφορήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δωροφορησομενος δωροφορησομενου δωροφορησομενη δωροφορησομενης δωροφορησομενον δωροφορησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to bring presents

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION