Ancient Greek-English Dictionary Language

δύσριγος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: δύσριγος δύσριγον

Structure: δυσριγ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. impatient of cold

Examples

  • ἦ πάντα φύσει τὰ μαλάκια δύσριγα διὰ γυμνότητα τῆσ σαρκὸσ καὶ ψιλότητα, μήτ’ ὀστράκῳ μήτε δέρματι μήτε λεπίδι σκεπομένησ ἀλλ’ ἐντὸσ ἐχούσησ τὸ σκληρὸν καὶ ὀστεῶδεσ, διὸ καὶ κέκληται μαλάκια; (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 18 1:1)
  • "ἐν Αἰγύπτῳ δύσριγα κομιδῇ καὶ δειλὰ πρὸσ χειμῶνάσ; (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 2520)
  • "ἄνευ δὲ τούτων, ὦ φίλε Τρύφων, τὰ δύσριγα καὶ ψυχρὰ φυλλορροεῖ, μικρότητι τοῦ θερμοῦ καὶ ἀσθενείᾳ συστελλομένου καὶ προλείποντοσ τὸ φυτόν· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 3, 2:11)
  • τὰ γὰρ ζῷα ταῦτα φαίνεται εἶναι δύσριγα· (Herodotus, The Histories, book 5, chapter 10 2:3)

Synonyms

  1. impatient of cold

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION