헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δρωπακίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δρωπακίζω δρωπακίσω

형태분석: δρωπακίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from drw=pac

  1. to get rid of hair by pitch-plasters

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δρωπακίζω

δρωπακίζεις

δρωπακίζει

쌍수 δρωπακίζετον

δρωπακίζετον

복수 δρωπακίζομεν

δρωπακίζετε

δρωπακίζουσιν*

접속법단수 δρωπακίζω

δρωπακίζῃς

δρωπακίζῃ

쌍수 δρωπακίζητον

δρωπακίζητον

복수 δρωπακίζωμεν

δρωπακίζητε

δρωπακίζωσιν*

기원법단수 δρωπακίζοιμι

δρωπακίζοις

δρωπακίζοι

쌍수 δρωπακίζοιτον

δρωπακιζοίτην

복수 δρωπακίζοιμεν

δρωπακίζοιτε

δρωπακίζοιεν

명령법단수 δρωπάκιζε

δρωπακιζέτω

쌍수 δρωπακίζετον

δρωπακιζέτων

복수 δρωπακίζετε

δρωπακιζόντων, δρωπακιζέτωσαν

부정사 δρωπακίζειν

분사 남성여성중성
δρωπακιζων

δρωπακιζοντος

δρωπακιζουσα

δρωπακιζουσης

δρωπακιζον

δρωπακιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δρωπακίζομαι

δρωπακίζει, δρωπακίζῃ

δρωπακίζεται

쌍수 δρωπακίζεσθον

δρωπακίζεσθον

복수 δρωπακιζόμεθα

δρωπακίζεσθε

δρωπακίζονται

접속법단수 δρωπακίζωμαι

δρωπακίζῃ

δρωπακίζηται

쌍수 δρωπακίζησθον

δρωπακίζησθον

복수 δρωπακιζώμεθα

δρωπακίζησθε

δρωπακίζωνται

기원법단수 δρωπακιζοίμην

δρωπακίζοιο

δρωπακίζοιτο

쌍수 δρωπακίζοισθον

δρωπακιζοίσθην

복수 δρωπακιζοίμεθα

δρωπακίζοισθε

δρωπακίζοιντο

명령법단수 δρωπακίζου

δρωπακιζέσθω

쌍수 δρωπακίζεσθον

δρωπακιζέσθων

복수 δρωπακίζεσθε

δρωπακιζέσθων, δρωπακιζέσθωσαν

부정사 δρωπακίζεσθαι

분사 남성여성중성
δρωπακιζομενος

δρωπακιζομενου

δρωπακιζομενη

δρωπακιζομενης

δρωπακιζομενον

δρωπακιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δρωπακίσω

δρωπακίσεις

δρωπακίσει

쌍수 δρωπακίσετον

δρωπακίσετον

복수 δρωπακίσομεν

δρωπακίσετε

δρωπακίσουσιν*

기원법단수 δρωπακίσοιμι

δρωπακίσοις

δρωπακίσοι

쌍수 δρωπακίσοιτον

δρωπακισοίτην

복수 δρωπακίσοιμεν

δρωπακίσοιτε

δρωπακίσοιεν

부정사 δρωπακίσειν

분사 남성여성중성
δρωπακισων

δρωπακισοντος

δρωπακισουσα

δρωπακισουσης

δρωπακισον

δρωπακισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δρωπακίσομαι

δρωπακίσει, δρωπακίσῃ

δρωπακίσεται

쌍수 δρωπακίσεσθον

δρωπακίσεσθον

복수 δρωπακισόμεθα

δρωπακίσεσθε

δρωπακίσονται

기원법단수 δρωπακισοίμην

δρωπακίσοιο

δρωπακίσοιτο

쌍수 δρωπακίσοισθον

δρωπακισοίσθην

복수 δρωπακισοίμεθα

δρωπακίσοισθε

δρωπακίσοιντο

부정사 δρωπακίσεσθαι

분사 남성여성중성
δρωπακισομενος

δρωπακισομενου

δρωπακισομενη

δρωπακισομενης

δρωπακισομενον

δρωπακισομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κἂν ἴδω τινὰ δρωπακιζόμενον, ἐπιτιμήσω αὐτῷ, κἂν τὸ κόμιον πεπλακότα ἢ ἐν κοκκίνοισ περιπατοῦντα. (Epictetus, Works, book 3, 10:2)

    (에픽테토스, Works, book 3, 10:2)

유의어

  1. to get rid of hair by pitch-plasters

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION