- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δουράτεος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: dourateos 고전 발음: [두:라떼오] 신약 발음: [두라때오]

기본형: δουράτεος δουράτεα δουράτεον

형태분석: δουρατε (어간) + ος (어미)

어원: δόρυ

  1. of planks or beams of wood, wooden

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 δουράτεος

(이)가

δουρατέα

(이)가

δουράτεον

(것)가

속격 δουρατέου

(이)의

δουρατέας

(이)의

δουρατέου

(것)의

여격 δουρατέῳ

(이)에게

δουρατέᾳ

(이)에게

δουρατέῳ

(것)에게

대격 δουράτεον

(이)를

δουρατέαν

(이)를

δουράτεον

(것)를

호격 δουράτεε

(이)야

δουρατέα

(이)야

δουράτεον

(것)야

쌍수주/대/호 δουρατέω

(이)들이

δουρατέα

(이)들이

δουρατέω

(것)들이

속/여 δουρατέοιν

(이)들의

δουρατέαιν

(이)들의

δουρατέοιν

(것)들의

복수주격 δουράτεοι

(이)들이

δουράτεαι

(이)들이

δουράτεα

(것)들이

속격 δουρατέων

(이)들의

δουρατεῶν

(이)들의

δουρατέων

(것)들의

여격 δουρατέοις

(이)들에게

δουρατέαις

(이)들에게

δουρατέοις

(것)들에게

대격 δουρατέους

(이)들을

δουρατέας

(이)들을

δουράτεα

(것)들을

호격 δουράτεοι

(이)들아

δουράτεαι

(이)들아

δουράτεα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δουράτεον σκύφος εὐρὺ μελιζώροιο ποτοῖο. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 99 4:12)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 99 4:12)

  • τῇ δ ἐπὶ Μοσσύνοικοι ὁμούριοι ὑλήεσσαν ἑξείης ἤπειρον, ὑπωρείας τε νέμονται, δουρατέοις πύργοισιν ἐν οἰκία τεκτήναντες [κάλινα καὶ πύργους εὐπηγέας, οὓς καλέουσιν μόσσυνας: (Apollodorus, Argonautica, book 2 6:31)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 2 6:31)

  • εὖτε δὲ δουρατέων πεδίων ὕπερ ἐντανύσῃς με, Ἄρεϊ καὶ παλάμῃ φθέγγομαι οὐ λαλέων. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 14, chapter 452)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 14, chapter 452)

  • ἀλλ ἄγε δὴ μετάβηθι καὶ ἵππου κόσμον ἀείσον δουρατέου, τὸν Ἐπειὸς ἐποίησεν σὺν Ἀθήνῃ, ὅν ποτ ἐς ἀκρόπολιν δόλον ἤγαγε δῖος Ὀδυσσεὺς ἀνδρῶν ἐμπλήσας οἵ ῥ Ἴλιον ἐξαλάπαξαν. (Homer, Odyssey, Book 8 68:4)

    (호메로스, 오디세이아, Book 8 68:4)

  • αἶσα γὰρ ἦν ἀπολέσθαι, ἐπὴν πόλις ἀμφικαλύψῃ δουράτεον μέγαν ἵππον, ὅθ ἡάτο πάντες ἄριστοι Ἀργείων Τρώεσσι φόνον καὶ κῆρα φέροντες. (Homer, Odyssey, Book 8 69:5)

    (호메로스, 오디세이아, Book 8 69:5)

유의어

  1. of planks or beams of wood

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION