헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δορυφορέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δορυφορέω δορυφορήσω

형태분석: δορυφορέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: dorufo/ros

  1. 경계하다, 감시하다, 주의를 기울이다
  1. to attend as a bodyguard, to keep guard over, to be guarded
  2. to serve as guard

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δορυφόρω

(나는) 경계한다

δορυφόρεις

(너는) 경계한다

δορυφόρει

(그는) 경계한다

쌍수 δορυφόρειτον

(너희 둘은) 경계한다

δορυφόρειτον

(그 둘은) 경계한다

복수 δορυφόρουμεν

(우리는) 경계한다

δορυφόρειτε

(너희는) 경계한다

δορυφόρουσιν*

(그들은) 경계한다

접속법단수 δορυφόρω

(나는) 경계하자

δορυφόρῃς

(너는) 경계하자

δορυφόρῃ

(그는) 경계하자

쌍수 δορυφόρητον

(너희 둘은) 경계하자

δορυφόρητον

(그 둘은) 경계하자

복수 δορυφόρωμεν

(우리는) 경계하자

δορυφόρητε

(너희는) 경계하자

δορυφόρωσιν*

(그들은) 경계하자

기원법단수 δορυφόροιμι

(나는) 경계하기를 (바라다)

δορυφόροις

(너는) 경계하기를 (바라다)

δορυφόροι

(그는) 경계하기를 (바라다)

쌍수 δορυφόροιτον

(너희 둘은) 경계하기를 (바라다)

δορυφοροίτην

(그 둘은) 경계하기를 (바라다)

복수 δορυφόροιμεν

(우리는) 경계하기를 (바라다)

δορυφόροιτε

(너희는) 경계하기를 (바라다)

δορυφόροιεν

(그들은) 경계하기를 (바라다)

명령법단수 δορυφο͂ρει

(너는) 경계해라

δορυφορεῖτω

(그는) 경계해라

쌍수 δορυφόρειτον

(너희 둘은) 경계해라

δορυφορεῖτων

(그 둘은) 경계해라

복수 δορυφόρειτε

(너희는) 경계해라

δορυφοροῦντων, δορυφορεῖτωσαν

(그들은) 경계해라

부정사 δορυφόρειν

경계하는 것

분사 남성여성중성
δορυφορων

δορυφορουντος

δορυφορουσα

δορυφορουσης

δορυφορουν

δορυφορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δορυφόρουμαι

(나는) 경계된다

δορυφόρει, δορυφόρῃ

(너는) 경계된다

δορυφόρειται

(그는) 경계된다

쌍수 δορυφόρεισθον

(너희 둘은) 경계된다

δορυφόρεισθον

(그 둘은) 경계된다

복수 δορυφοροῦμεθα

(우리는) 경계된다

δορυφόρεισθε

(너희는) 경계된다

δορυφόρουνται

(그들은) 경계된다

접속법단수 δορυφόρωμαι

(나는) 경계되자

δορυφόρῃ

(너는) 경계되자

δορυφόρηται

(그는) 경계되자

쌍수 δορυφόρησθον

(너희 둘은) 경계되자

δορυφόρησθον

(그 둘은) 경계되자

복수 δορυφορώμεθα

(우리는) 경계되자

δορυφόρησθε

(너희는) 경계되자

δορυφόρωνται

(그들은) 경계되자

기원법단수 δορυφοροίμην

(나는) 경계되기를 (바라다)

δορυφόροιο

(너는) 경계되기를 (바라다)

δορυφόροιτο

(그는) 경계되기를 (바라다)

쌍수 δορυφόροισθον

(너희 둘은) 경계되기를 (바라다)

δορυφοροίσθην

(그 둘은) 경계되기를 (바라다)

복수 δορυφοροίμεθα

(우리는) 경계되기를 (바라다)

δορυφόροισθε

(너희는) 경계되기를 (바라다)

δορυφόροιντο

(그들은) 경계되기를 (바라다)

명령법단수 δορυφόρου

(너는) 경계되어라

δορυφορεῖσθω

(그는) 경계되어라

쌍수 δορυφόρεισθον

(너희 둘은) 경계되어라

δορυφορεῖσθων

(그 둘은) 경계되어라

복수 δορυφόρεισθε

(너희는) 경계되어라

δορυφορεῖσθων, δορυφορεῖσθωσαν

(그들은) 경계되어라

부정사 δορυφόρεισθαι

경계되는 것

분사 남성여성중성
δορυφορουμενος

δορυφορουμενου

δορυφορουμενη

δορυφορουμενης

δορυφορουμενον

δορυφορουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δορυφορήσω

(나는) 경계하겠다

δορυφορήσεις

(너는) 경계하겠다

δορυφορήσει

(그는) 경계하겠다

쌍수 δορυφορήσετον

(너희 둘은) 경계하겠다

δορυφορήσετον

(그 둘은) 경계하겠다

복수 δορυφορήσομεν

(우리는) 경계하겠다

δορυφορήσετε

(너희는) 경계하겠다

δορυφορήσουσιν*

(그들은) 경계하겠다

기원법단수 δορυφορήσοιμι

(나는) 경계하겠기를 (바라다)

δορυφορήσοις

(너는) 경계하겠기를 (바라다)

δορυφορήσοι

(그는) 경계하겠기를 (바라다)

쌍수 δορυφορήσοιτον

(너희 둘은) 경계하겠기를 (바라다)

δορυφορησοίτην

(그 둘은) 경계하겠기를 (바라다)

복수 δορυφορήσοιμεν

(우리는) 경계하겠기를 (바라다)

δορυφορήσοιτε

(너희는) 경계하겠기를 (바라다)

δορυφορήσοιεν

(그들은) 경계하겠기를 (바라다)

부정사 δορυφορήσειν

경계할 것

분사 남성여성중성
δορυφορησων

δορυφορησοντος

δορυφορησουσα

δορυφορησουσης

δορυφορησον

δορυφορησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δορυφορήσομαι

(나는) 경계되겠다

δορυφορήσει, δορυφορήσῃ

(너는) 경계되겠다

δορυφορήσεται

(그는) 경계되겠다

쌍수 δορυφορήσεσθον

(너희 둘은) 경계되겠다

δορυφορήσεσθον

(그 둘은) 경계되겠다

복수 δορυφορησόμεθα

(우리는) 경계되겠다

δορυφορήσεσθε

(너희는) 경계되겠다

δορυφορήσονται

(그들은) 경계되겠다

기원법단수 δορυφορησοίμην

(나는) 경계되겠기를 (바라다)

δορυφορήσοιο

(너는) 경계되겠기를 (바라다)

δορυφορήσοιτο

(그는) 경계되겠기를 (바라다)

쌍수 δορυφορήσοισθον

(너희 둘은) 경계되겠기를 (바라다)

δορυφορησοίσθην

(그 둘은) 경계되겠기를 (바라다)

복수 δορυφορησοίμεθα

(우리는) 경계되겠기를 (바라다)

δορυφορήσοισθε

(너희는) 경계되겠기를 (바라다)

δορυφορήσοιντο

(그들은) 경계되겠기를 (바라다)

부정사 δορυφορήσεσθαι

경계될 것

분사 남성여성중성
δορυφορησομενος

δορυφορησομενου

δορυφορησομενη

δορυφορησομενης

δορυφορησομενον

δορυφορησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδορυφο͂ρουν

(나는) 경계하고 있었다

ἐδορυφο͂ρεις

(너는) 경계하고 있었다

ἐδορυφο͂ρειν*

(그는) 경계하고 있었다

쌍수 ἐδορυφόρειτον

(너희 둘은) 경계하고 있었다

ἐδορυφορεῖτην

(그 둘은) 경계하고 있었다

복수 ἐδορυφόρουμεν

(우리는) 경계하고 있었다

ἐδορυφόρειτε

(너희는) 경계하고 있었다

ἐδορυφο͂ρουν

(그들은) 경계하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδορυφοροῦμην

(나는) 경계되고 있었다

ἐδορυφόρου

(너는) 경계되고 있었다

ἐδορυφόρειτο

(그는) 경계되고 있었다

쌍수 ἐδορυφόρεισθον

(너희 둘은) 경계되고 있었다

ἐδορυφορεῖσθην

(그 둘은) 경계되고 있었다

복수 ἐδορυφοροῦμεθα

(우리는) 경계되고 있었다

ἐδορυφόρεισθε

(너희는) 경계되고 있었다

ἐδορυφόρουντο

(그들은) 경계되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κατακύψασ γοῦν ἐσ τὴν γῆν ἑώρων σαφῶσ τὰσ πόλεισ, τοὺσ ἀνθρώπουσ, τὰ γιγνόμενα, καὶ οὐ τὰ ἐν ὑπαίθρῳ μόνον, ἀλλὰ καὶ ὁπόσα οἴκοι ἔπραττον οἰόμενοι λανθάνειν, Πτολεμαῖον μὲν συνόντα τῇ ἀδελφῇ, Λυσιμάχῳ δὲ τὸν υἱὸν ἐπιβουλεύοντα, τὸν Σελεύκου δὲ Ἀντίοχον Στρατονίκῃ διανεύοντα λάθρα τῇ μητρυιᾷ, τὸν δὲ Θετταλὸν Ἀλέξανδρον ὑπὸ τῆσ γυναικὸσ ἀναιρούμενον καὶ Ἀντίγονον μοιχεύοντα τοῦ υἱοῦ τὴν γυναῖκα καὶ Ἀττάλῳ τὸν υἱὸν ἐγχέοντα τὸ φάρμακον, ἑτέρωθι δ’ αὖ Ἀρσάκην φονεύοντα τὸ γύναιον καὶ τὸν εὐνοῦχον Ἀρβάκην ἕλκοντα τὸ ξίφοσ ἐπὶ τὸν Ἀρσάκην, Σπατῖνοσ δ’ ὁ Μῆδοσ ἐκ τοῦ συμποσίου πρὸσ τῶν δορυφορούντων εἵλκετο ἔξω τοῦ ποδὸσ σκύφῳ χρυσῷ τὴν ὀφρὺν κατηλοημένοσ. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 15:2)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 15:2)

  • "μετὰ ταῦτα δὲ προϊόντα σε δορυφορείτωσαν ἐγκεκαλυμμένον αὐτὸν καὶ περὶ ὧν ἔφησ μεταξὺ διαλαμβάνοντα. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:49)

    (루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:49)

  • μηδὲ τοῖσ ἀπ’ Αἰγύπτου ξενολόγει μηδὲ τοὺσ Λαμψακηνῶν ἐφήβουσ δορυφόρει· (Plutarch, An Recte Dictum Sit Latenter Esse Vivendum, section 3 3:1)

    (플루타르코스, An Recte Dictum Sit Latenter Esse Vivendum, section 3 3:1)

  • οἰκίαισ πολὺν ὄχλον καὶ θόρυβον ἀσπαζομένων καὶ δεξιουμένων καὶ δορυφορούντων ὁρῶντεσ εὐδαιμονίζουσι τοὺσ πολυφίλουσ. (Plutarch, De amicorum multitudine, chapter, section 3 2:1)

    (플루타르코스, De amicorum multitudine, chapter, section 3 2:1)

  • Κλέαρχοσ δὲ ὁ Σολεὺσ ἐν τετάρτῳ Βίων προειπὼν περὶ τῆσ Μήδων τρυφῆσ καὶ ὅτι διὰ ταύτην πολλοὺσ εὐνουχίσαιεν τῶν περικτιόνων, ἐπιφέρει καὶ τὴν παρὰ Μήδων γενέσθαι Πέρσαισ μηλοφορίαν μὴ μόνον ὧν ἔπαθον τιμωρίαν, ἀλλὰ καὶ τῆσ τῶν δορυφορούντων τρυφῆσ εἰσ ὅσον ἦλθον ἀνανδρίασ ὑπόμνημα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 9 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 9 1:1)

유의어

  1. to serve as guard

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION