Ancient Greek-English Dictionary Language

διοιδέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διοιδέω διοιδήσω

Structure: δι (Prefix) + οἰδέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: oi)de/w의 강조형. Luc.

Sense

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διοίδω διοίδεις διοίδει
Dual διοίδειτον διοίδειτον
Plural διοίδουμεν διοίδειτε διοίδουσιν*
SubjunctiveSingular διοίδω διοίδῃς διοίδῃ
Dual διοίδητον διοίδητον
Plural διοίδωμεν διοίδητε διοίδωσιν*
OptativeSingular διοίδοιμι διοίδοις διοίδοι
Dual διοίδοιτον διοιδοίτην
Plural διοίδοιμεν διοίδοιτε διοίδοιεν
ImperativeSingular διοῖδει διοιδεῖτω
Dual διοίδειτον διοιδεῖτων
Plural διοίδειτε διοιδοῦντων, διοιδεῖτωσαν
Infinitive διοίδειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διοιδων διοιδουντος διοιδουσα διοιδουσης διοιδουν διοιδουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διοίδουμαι διοίδει, διοίδῃ διοίδειται
Dual διοίδεισθον διοίδεισθον
Plural διοιδοῦμεθα διοίδεισθε διοίδουνται
SubjunctiveSingular διοίδωμαι διοίδῃ διοίδηται
Dual διοίδησθον διοίδησθον
Plural διοιδώμεθα διοίδησθε διοίδωνται
OptativeSingular διοιδοίμην διοίδοιο διοίδοιτο
Dual διοίδοισθον διοιδοίσθην
Plural διοιδοίμεθα διοίδοισθε διοίδοιντο
ImperativeSingular διοίδου διοιδεῖσθω
Dual διοίδεισθον διοιδεῖσθων
Plural διοίδεισθε διοιδεῖσθων, διοιδεῖσθωσαν
Infinitive διοίδεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διοιδουμενος διοιδουμενου διοιδουμενη διοιδουμενης διοιδουμενον διοιδουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION