헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διισχυρίζομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διισχυρίζομαι διισχυριοῦμαι

형태분석: δι (접두사) + ἰσχυρίζ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 덧붙다
  1. to lean upon, rely on
  2. to affirm confidently

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διισχυρίζομαι

(나는) 덧붙는다

διισχυρίζει, διισχυρίζῃ

(너는) 덧붙는다

διισχυρίζεται

(그는) 덧붙는다

쌍수 διισχυρίζεσθον

(너희 둘은) 덧붙는다

διισχυρίζεσθον

(그 둘은) 덧붙는다

복수 διισχυριζόμεθα

(우리는) 덧붙는다

διισχυρίζεσθε

(너희는) 덧붙는다

διισχυρίζονται

(그들은) 덧붙는다

접속법단수 διισχυρίζωμαι

(나는) 덧붙자

διισχυρίζῃ

(너는) 덧붙자

διισχυρίζηται

(그는) 덧붙자

쌍수 διισχυρίζησθον

(너희 둘은) 덧붙자

διισχυρίζησθον

(그 둘은) 덧붙자

복수 διισχυριζώμεθα

(우리는) 덧붙자

διισχυρίζησθε

(너희는) 덧붙자

διισχυρίζωνται

(그들은) 덧붙자

기원법단수 διισχυριζοίμην

(나는) 덧붙기를 (바라다)

διισχυρίζοιο

(너는) 덧붙기를 (바라다)

διισχυρίζοιτο

(그는) 덧붙기를 (바라다)

쌍수 διισχυρίζοισθον

(너희 둘은) 덧붙기를 (바라다)

διισχυριζοίσθην

(그 둘은) 덧붙기를 (바라다)

복수 διισχυριζοίμεθα

(우리는) 덧붙기를 (바라다)

διισχυρίζοισθε

(너희는) 덧붙기를 (바라다)

διισχυρίζοιντο

(그들은) 덧붙기를 (바라다)

명령법단수 διισχυρίζου

(너는) 덧붙어라

διισχυριζέσθω

(그는) 덧붙어라

쌍수 διισχυρίζεσθον

(너희 둘은) 덧붙어라

διισχυριζέσθων

(그 둘은) 덧붙어라

복수 διισχυρίζεσθε

(너희는) 덧붙어라

διισχυριζέσθων, διισχυριζέσθωσαν

(그들은) 덧붙어라

부정사 διισχυρίζεσθαι

덧붙는 것

분사 남성여성중성
διισχυριζομενος

διισχυριζομενου

διισχυριζομενη

διισχυριζομενης

διισχυριζομενον

διισχυριζομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διισχυρίουμαι

(나는) 덧붙겠다

διισχυρίει, διισχυρίῃ

(너는) 덧붙겠다

διισχυρίειται

(그는) 덧붙겠다

쌍수 διισχυρίεισθον

(너희 둘은) 덧붙겠다

διισχυρίεισθον

(그 둘은) 덧붙겠다

복수 διισχυριοῦμεθα

(우리는) 덧붙겠다

διισχυρίεισθε

(너희는) 덧붙겠다

διισχυρίουνται

(그들은) 덧붙겠다

기원법단수 διισχυριοίμην

(나는) 덧붙겠기를 (바라다)

διισχυρίοιο

(너는) 덧붙겠기를 (바라다)

διισχυρίοιτο

(그는) 덧붙겠기를 (바라다)

쌍수 διισχυρίοισθον

(너희 둘은) 덧붙겠기를 (바라다)

διισχυριοίσθην

(그 둘은) 덧붙겠기를 (바라다)

복수 διισχυριοίμεθα

(우리는) 덧붙겠기를 (바라다)

διισχυρίοισθε

(너희는) 덧붙겠기를 (바라다)

διισχυρίοιντο

(그들은) 덧붙겠기를 (바라다)

부정사 διισχυρίεισθαι

덧붙을 것

분사 남성여성중성
διισχυριουμενος

διισχυριουμενου

διισχυριουμενη

διισχυριουμενης

διισχυριουμενον

διισχυριουμενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διῑσχύριζομην

(나는) 덧붙고 있었다

διῑσχῦριζου

(너는) 덧붙고 있었다

διῑσχῦριζετο

(그는) 덧붙고 있었다

쌍수 διῑσχῦριζεσθον

(너희 둘은) 덧붙고 있었다

διῑσχύριζεσθην

(그 둘은) 덧붙고 있었다

복수 διῑσχύριζομεθα

(우리는) 덧붙고 있었다

διῑσχῦριζεσθε

(너희는) 덧붙고 있었다

διῑσχῦριζοντο

(그들은) 덧붙고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 덧붙다

  2. to affirm confidently

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION