헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διφρεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διφρεύω

형태분석: διφρεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: di/fros

  1. to drive a chariot, drove, car

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διφρεύω

διφρεύεις

διφρεύει

쌍수 διφρεύετον

διφρεύετον

복수 διφρεύομεν

διφρεύετε

διφρεύουσιν*

접속법단수 διφρεύω

διφρεύῃς

διφρεύῃ

쌍수 διφρεύητον

διφρεύητον

복수 διφρεύωμεν

διφρεύητε

διφρεύωσιν*

기원법단수 διφρεύοιμι

διφρεύοις

διφρεύοι

쌍수 διφρεύοιτον

διφρευοίτην

복수 διφρεύοιμεν

διφρεύοιτε

διφρεύοιεν

명령법단수 δίφρευε

διφρευέτω

쌍수 διφρεύετον

διφρευέτων

복수 διφρεύετε

διφρευόντων, διφρευέτωσαν

부정사 διφρεύειν

분사 남성여성중성
διφρευων

διφρευοντος

διφρευουσα

διφρευουσης

διφρευον

διφρευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διφρεύομαι

διφρεύει, διφρεύῃ

διφρεύεται

쌍수 διφρεύεσθον

διφρεύεσθον

복수 διφρευόμεθα

διφρεύεσθε

διφρεύονται

접속법단수 διφρεύωμαι

διφρεύῃ

διφρεύηται

쌍수 διφρεύησθον

διφρεύησθον

복수 διφρευώμεθα

διφρεύησθε

διφρεύωνται

기원법단수 διφρευοίμην

διφρεύοιο

διφρεύοιτο

쌍수 διφρεύοισθον

διφρευοίσθην

복수 διφρευοίμεθα

διφρεύοισθε

διφρεύοιντο

명령법단수 διφρεύου

διφρευέσθω

쌍수 διφρεύεσθον

διφρευέσθων

복수 διφρεύεσθε

διφρευέσθων, διφρευέσθωσαν

부정사 διφρεύεσθαι

분사 남성여성중성
διφρευομενος

διφρευομενου

διφρευομενη

διφρευομενης

διφρευομενον

διφρευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐν τοῖσ οἴκοισ αὐτῶν οἱ ἱερεῖσ διφρεύουσιν, ἔχοντεσ τοὺσ χιτῶνασ διερρωγότασ καὶ τὰσ κεφαλὰσ καὶ τοὺσ πώγωνασ ἐξυρημένουσ, ὧν αἱ κεφαλαὶ ἀκάλυπτοί εἰσιν, (Septuagint, Litterae Ieremiae 1:31)

    (70인역 성경, Litterae Ieremiae 1:31)

유의어

  1. to drive a chariot

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION