헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διευνάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διευνάω διευνάσω

형태분석: δι (접두사) + εὐνά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to lay asleep

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διευνῶ

διευνᾷς

διευνᾷ

쌍수 διευνᾶτον

διευνᾶτον

복수 διευνῶμεν

διευνᾶτε

διευνῶσιν*

접속법단수 διευνῶ

διευνῇς

διευνῇ

쌍수 διευνῆτον

διευνῆτον

복수 διευνῶμεν

διευνῆτε

διευνῶσιν*

기원법단수 διευνῷμι

διευνῷς

διευνῷ

쌍수 διευνῷτον

διευνῴτην

복수 διευνῷμεν

διευνῷτε

διευνῷεν

명령법단수 διεύνᾱ

διευνᾱ́τω

쌍수 διευνᾶτον

διευνᾱ́των

복수 διευνᾶτε

διευνώντων, διευνᾱ́τωσαν

부정사 διευνᾶν

분사 남성여성중성
διευνων

διευνωντος

διευνωσα

διευνωσης

διευνων

διευνωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διευνῶμαι

διευνᾷ

διευνᾶται

쌍수 διευνᾶσθον

διευνᾶσθον

복수 διευνώμεθα

διευνᾶσθε

διευνῶνται

접속법단수 διευνῶμαι

διευνῇ

διευνῆται

쌍수 διευνῆσθον

διευνῆσθον

복수 διευνώμεθα

διευνῆσθε

διευνῶνται

기원법단수 διευνῴμην

διευνῷο

διευνῷτο

쌍수 διευνῷσθον

διευνῴσθην

복수 διευνῴμεθα

διευνῷσθε

διευνῷντο

명령법단수 διευνῶ

διευνᾱ́σθω

쌍수 διευνᾶσθον

διευνᾱ́σθων

복수 διευνᾶσθε

διευνᾱ́σθων, διευνᾱ́σθωσαν

부정사 διευνᾶσθαι

분사 남성여성중성
διευνωμενος

διευνωμενου

διευνωμενη

διευνωμενης

διευνωμενον

διευνωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to lay asleep

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION