헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαψιθυρίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαψιθυρίζω διαψιθυρίσω

형태분석: δια (접두사) + ψιθυρίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to whisper among themselves

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαψιθυρίζω

διαψιθυρίζεις

διαψιθυρίζει

쌍수 διαψιθυρίζετον

διαψιθυρίζετον

복수 διαψιθυρίζομεν

διαψιθυρίζετε

διαψιθυρίζουσιν*

접속법단수 διαψιθυρίζω

διαψιθυρίζῃς

διαψιθυρίζῃ

쌍수 διαψιθυρίζητον

διαψιθυρίζητον

복수 διαψιθυρίζωμεν

διαψιθυρίζητε

διαψιθυρίζωσιν*

기원법단수 διαψιθυρίζοιμι

διαψιθυρίζοις

διαψιθυρίζοι

쌍수 διαψιθυρίζοιτον

διαψιθυριζοίτην

복수 διαψιθυρίζοιμεν

διαψιθυρίζοιτε

διαψιθυρίζοιεν

명령법단수 διαψιθύριζε

διαψιθυριζέτω

쌍수 διαψιθυρίζετον

διαψιθυριζέτων

복수 διαψιθυρίζετε

διαψιθυριζόντων, διαψιθυριζέτωσαν

부정사 διαψιθυρίζειν

분사 남성여성중성
διαψιθυριζων

διαψιθυριζοντος

διαψιθυριζουσα

διαψιθυριζουσης

διαψιθυριζον

διαψιθυριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαψιθυρίζομαι

διαψιθυρίζει, διαψιθυρίζῃ

διαψιθυρίζεται

쌍수 διαψιθυρίζεσθον

διαψιθυρίζεσθον

복수 διαψιθυριζόμεθα

διαψιθυρίζεσθε

διαψιθυρίζονται

접속법단수 διαψιθυρίζωμαι

διαψιθυρίζῃ

διαψιθυρίζηται

쌍수 διαψιθυρίζησθον

διαψιθυρίζησθον

복수 διαψιθυριζώμεθα

διαψιθυρίζησθε

διαψιθυρίζωνται

기원법단수 διαψιθυριζοίμην

διαψιθυρίζοιο

διαψιθυρίζοιτο

쌍수 διαψιθυρίζοισθον

διαψιθυριζοίσθην

복수 διαψιθυριζοίμεθα

διαψιθυρίζοισθε

διαψιθυρίζοιντο

명령법단수 διαψιθυρίζου

διαψιθυριζέσθω

쌍수 διαψιθυρίζεσθον

διαψιθυριζέσθων

복수 διαψιθυρίζεσθε

διαψιθυριζέσθων, διαψιθυριζέσθωσαν

부정사 διαψιθυρίζεσθαι

분사 남성여성중성
διαψιθυριζομενος

διαψιθυριζομενου

διαψιθυριζομενη

διαψιθυριζομενης

διαψιθυριζομενον

διαψιθυριζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαψιθυρίσω

διαψιθυρίσεις

διαψιθυρίσει

쌍수 διαψιθυρίσετον

διαψιθυρίσετον

복수 διαψιθυρίσομεν

διαψιθυρίσετε

διαψιθυρίσουσιν*

기원법단수 διαψιθυρίσοιμι

διαψιθυρίσοις

διαψιθυρίσοι

쌍수 διαψιθυρίσοιτον

διαψιθυρισοίτην

복수 διαψιθυρίσοιμεν

διαψιθυρίσοιτε

διαψιθυρίσοιεν

부정사 διαψιθυρίσειν

분사 남성여성중성
διαψιθυρισων

διαψιθυρισοντος

διαψιθυρισουσα

διαψιθυρισουσης

διαψιθυρισον

διαψιθυρισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαψιθυρίσομαι

διαψιθυρίσει, διαψιθυρίσῃ

διαψιθυρίσεται

쌍수 διαψιθυρίσεσθον

διαψιθυρίσεσθον

복수 διαψιθυρισόμεθα

διαψιθυρίσεσθε

διαψιθυρίσονται

기원법단수 διαψιθυρισοίμην

διαψιθυρίσοιο

διαψιθυρίσοιτο

쌍수 διαψιθυρίσοισθον

διαψιθυρισοίσθην

복수 διαψιθυρισοίμεθα

διαψιθυρίσοισθε

διαψιθυρίσοιντο

부정사 διαψιθυρίσεσθαι

분사 남성여성중성
διαψιθυρισομενος

διαψιθυρισομενου

διαψιθυρισομενη

διαψιθυρισομενης

διαψιθυρισομενον

διαψιθυρισομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to whisper among themselves

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION