Ancient Greek-English Dictionary Language

διάχυσις

Third declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: διάχυσις διάχυσεως

Structure: διαχυσι (Stem) + ς (Ending)

Etym.: diaxe/w

Sense

  1. diffusion, to be spread
  2. merriment

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ταῦτα τοίνυν καὶ τὰ τοιαῦτα διακρουόμενοι τὰσ ἐπιτάσεισ τῶν παθῶν καὶ τὰσ σφοδρότητασ οὔ φασι γίγνεσθαι κατὰ τὴν κρίσιν ἐν ᾗ τὸ ἁμαρτητικόν, ἀλλὰ τὰσ δήξεισ καὶ τὰσ συστολὰσ καὶ τὰσ διαχύσεισ εἶναι τὰσ τὸ μᾶλλον καὶ τὸ ἧττον τῷ ἀλόγῳ δεχομένασ. (Plutarch, De virtute morali, section 10 7:2)
  • ταῦτα τοίνυν καὶ τὰ τοιαῦτα διακρουόμενοι τὰσ ἐπιτάσεισ τῶν παθῶν καὶ τὰσ σφοδρότητασ οὔ φασι γίνεσθαι κατὰ τὴν κρίσιν, ἐν ᾗ τὸ ἁμαρτητικόν, ἀλλὰ τὰσ δήξεισ καὶ τὰσ συστολὰσ καὶ τὰσ διαχύσεισ εἶναι τὰσ τὸ μᾶλλον καὶ τὸ ἧττον τῷ ἀλόγῳ δεχομένασ. (Plutarch, De virtute morali, section 10 2:2)
  • τοῦ δ’ ἀνθρώπου ταῖσ μὲν παθητικαῖσ ὁρμαῖσ τὸ σῶμα συμπαθοῦν καὶ συγκινούμενον ἐλέγχουσιν ὠχρότητεσ ἐρυθήματα τρόμοι πηδήσεισ καρδίασ, διαχύσεισ αὖ πάλιν ἐν ἐλπίσιν ἡδονῶν καὶ προσδοκίαισ· (Plutarch, De virtute morali, section 11 3:3)
  • μετέωρα μείνῃ, διαχύσεισ ἀλύπουσ παρασκευάζουσα καὶ κόπουσ ἐκλεαίνουσα λανθάνοντασ. (Plutarch, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 17 4:1)
  • "ὁρῶμεν γὰρ ὅτι πῦρ ἐκ τόπου σκιεροῦ διαφαίνεται καὶ διαλάμπει μᾶλλον εἴτε παχύτητι τοῦ σκοτώδουσ ἀέροσ, οὐ δεχομένου τὰσ ἀπορρεύσεισ καὶ διαχύσεισ ἀλλὰ συνέχοντοσ ἐν ταὐτῷ τὴν οὐσίαν καὶ σφίγγοντοσ· (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 20 5:21)

Synonyms

  1. diffusion

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION