헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαχαλάω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαχαλάω διαχαλάσω

형태분석: δια (접두사) + χαλά (어간) + ω (인칭어미)

  1. 끄르다, 늦추다, 팽창하게 하다
  1. to loosen, unbar
  2. to make supple by exercise

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαχαλῶ

(나는) 끄른다

διαχαλᾷς

(너는) 끄른다

διαχαλᾷ

(그는) 끄른다

쌍수 διαχαλᾶτον

(너희 둘은) 끄른다

διαχαλᾶτον

(그 둘은) 끄른다

복수 διαχαλῶμεν

(우리는) 끄른다

διαχαλᾶτε

(너희는) 끄른다

διαχαλῶσιν*

(그들은) 끄른다

접속법단수 διαχαλῶ

(나는) 끄르자

διαχαλῇς

(너는) 끄르자

διαχαλῇ

(그는) 끄르자

쌍수 διαχαλῆτον

(너희 둘은) 끄르자

διαχαλῆτον

(그 둘은) 끄르자

복수 διαχαλῶμεν

(우리는) 끄르자

διαχαλῆτε

(너희는) 끄르자

διαχαλῶσιν*

(그들은) 끄르자

기원법단수 διαχαλῷμι

(나는) 끄르기를 (바라다)

διαχαλῷς

(너는) 끄르기를 (바라다)

διαχαλῷ

(그는) 끄르기를 (바라다)

쌍수 διαχαλῷτον

(너희 둘은) 끄르기를 (바라다)

διαχαλῴτην

(그 둘은) 끄르기를 (바라다)

복수 διαχαλῷμεν

(우리는) 끄르기를 (바라다)

διαχαλῷτε

(너희는) 끄르기를 (바라다)

διαχαλῷεν

(그들은) 끄르기를 (바라다)

명령법단수 διαχάλᾱ

(너는) 끌러라

διαχαλᾱ́τω

(그는) 끌러라

쌍수 διαχαλᾶτον

(너희 둘은) 끌러라

διαχαλᾱ́των

(그 둘은) 끌러라

복수 διαχαλᾶτε

(너희는) 끌러라

διαχαλώντων, διαχαλᾱ́τωσαν

(그들은) 끌러라

부정사 διαχαλᾶν

끄르는 것

분사 남성여성중성
διαχαλων

διαχαλωντος

διαχαλωσα

διαχαλωσης

διαχαλων

διαχαλωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαχαλῶμαι

(나는) 끌러진다

διαχαλᾷ

(너는) 끌러진다

διαχαλᾶται

(그는) 끌러진다

쌍수 διαχαλᾶσθον

(너희 둘은) 끌러진다

διαχαλᾶσθον

(그 둘은) 끌러진다

복수 διαχαλώμεθα

(우리는) 끌러진다

διαχαλᾶσθε

(너희는) 끌러진다

διαχαλῶνται

(그들은) 끌러진다

접속법단수 διαχαλῶμαι

(나는) 끌러지자

διαχαλῇ

(너는) 끌러지자

διαχαλῆται

(그는) 끌러지자

쌍수 διαχαλῆσθον

(너희 둘은) 끌러지자

διαχαλῆσθον

(그 둘은) 끌러지자

복수 διαχαλώμεθα

(우리는) 끌러지자

διαχαλῆσθε

(너희는) 끌러지자

διαχαλῶνται

(그들은) 끌러지자

기원법단수 διαχαλῴμην

(나는) 끌러지기를 (바라다)

διαχαλῷο

(너는) 끌러지기를 (바라다)

διαχαλῷτο

(그는) 끌러지기를 (바라다)

쌍수 διαχαλῷσθον

(너희 둘은) 끌러지기를 (바라다)

διαχαλῴσθην

(그 둘은) 끌러지기를 (바라다)

복수 διαχαλῴμεθα

(우리는) 끌러지기를 (바라다)

διαχαλῷσθε

(너희는) 끌러지기를 (바라다)

διαχαλῷντο

(그들은) 끌러지기를 (바라다)

명령법단수 διαχαλῶ

(너는) 끌러져라

διαχαλᾱ́σθω

(그는) 끌러져라

쌍수 διαχαλᾶσθον

(너희 둘은) 끌러져라

διαχαλᾱ́σθων

(그 둘은) 끌러져라

복수 διαχαλᾶσθε

(너희는) 끌러져라

διαχαλᾱ́σθων, διαχαλᾱ́σθωσαν

(그들은) 끌러져라

부정사 διαχαλᾶσθαι

끌러지는 것

분사 남성여성중성
διαχαλωμενος

διαχαλωμενου

διαχαλωμενη

διαχαλωμενης

διαχαλωμενον

διαχαλωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαχαλάσω

(나는) 끄르겠다

διαχαλάσεις

(너는) 끄르겠다

διαχαλάσει

(그는) 끄르겠다

쌍수 διαχαλάσετον

(너희 둘은) 끄르겠다

διαχαλάσετον

(그 둘은) 끄르겠다

복수 διαχαλάσομεν

(우리는) 끄르겠다

διαχαλάσετε

(너희는) 끄르겠다

διαχαλάσουσιν*

(그들은) 끄르겠다

기원법단수 διαχαλάσοιμι

(나는) 끄르겠기를 (바라다)

διαχαλάσοις

(너는) 끄르겠기를 (바라다)

διαχαλάσοι

(그는) 끄르겠기를 (바라다)

쌍수 διαχαλάσοιτον

(너희 둘은) 끄르겠기를 (바라다)

διαχαλασοίτην

(그 둘은) 끄르겠기를 (바라다)

복수 διαχαλάσοιμεν

(우리는) 끄르겠기를 (바라다)

διαχαλάσοιτε

(너희는) 끄르겠기를 (바라다)

διαχαλάσοιεν

(그들은) 끄르겠기를 (바라다)

부정사 διαχαλάσειν

끄를 것

분사 남성여성중성
διαχαλασων

διαχαλασοντος

διαχαλασουσα

διαχαλασουσης

διαχαλασον

διαχαλασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαχαλάσομαι

(나는) 끌러지겠다

διαχαλάσει, διαχαλάσῃ

(너는) 끌러지겠다

διαχαλάσεται

(그는) 끌러지겠다

쌍수 διαχαλάσεσθον

(너희 둘은) 끌러지겠다

διαχαλάσεσθον

(그 둘은) 끌러지겠다

복수 διαχαλασόμεθα

(우리는) 끌러지겠다

διαχαλάσεσθε

(너희는) 끌러지겠다

διαχαλάσονται

(그들은) 끌러지겠다

기원법단수 διαχαλασοίμην

(나는) 끌러지겠기를 (바라다)

διαχαλάσοιο

(너는) 끌러지겠기를 (바라다)

διαχαλάσοιτο

(그는) 끌러지겠기를 (바라다)

쌍수 διαχαλάσοισθον

(너희 둘은) 끌러지겠기를 (바라다)

διαχαλασοίσθην

(그 둘은) 끌러지겠기를 (바라다)

복수 διαχαλασοίμεθα

(우리는) 끌러지겠기를 (바라다)

διαχαλάσοισθε

(너희는) 끌러지겠기를 (바라다)

διαχαλάσοιντο

(그들은) 끌러지겠기를 (바라다)

부정사 διαχαλάσεσθαι

끌러질 것

분사 남성여성중성
διαχαλασομενος

διαχαλασομενου

διαχαλασομενη

διαχαλασομενης

διαχαλασομενον

διαχαλασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεχάλων

(나는) 끄르고 있었다

διεχάλᾱς

(너는) 끄르고 있었다

διεχάλᾱν*

(그는) 끄르고 있었다

쌍수 διεχαλᾶτον

(너희 둘은) 끄르고 있었다

διεχαλᾱ́την

(그 둘은) 끄르고 있었다

복수 διεχαλῶμεν

(우리는) 끄르고 있었다

διεχαλᾶτε

(너희는) 끄르고 있었다

διεχάλων

(그들은) 끄르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεχαλώμην

(나는) 끌러지고 있었다

διεχαλῶ

(너는) 끌러지고 있었다

διεχαλᾶτο

(그는) 끌러지고 있었다

쌍수 διεχαλᾶσθον

(너희 둘은) 끌러지고 있었다

διεχαλᾱ́σθην

(그 둘은) 끌러지고 있었다

복수 διεχαλώμεθα

(우리는) 끌러지고 있었다

διεχαλᾶσθε

(너희는) 끌러지고 있었다

διεχαλῶντο

(그들은) 끌러지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ Λαῒσ οὖν ὀρθῶσ νομίζοιτ’ ἂν τέρασ, αὕτη γὰρ ὁπότ’ ἦν μὲν νεοττὸσ καὶ νέα, ὑπὸ τῶν στατήρων ἦν ἀπηγριωμένη, εἶδεσ δ’ ἂν αὐτῆσ Φαρνάβαζον θᾶττον ἂν ἐπεὶ δὲ δολιχὸν τοῖσ ἔτεσιν ἤδη τρέχει τὰσ ἁρμονίασ τε διαχαλᾷ τοῦ σώματοσ, ἰδεῖν μὲν αὐτὴν ῥᾷόν ἐστιν ἢ πτύσαι· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 26 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 26 1:4)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION