Ancient Greek-English Dictionary Language

διατροχάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διατροχάζω διατροχάσω

Structure: δια (Prefix) + τροχάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to trot

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατροχάζω διατροχάζεις διατροχάζει
Dual διατροχάζετον διατροχάζετον
Plural διατροχάζομεν διατροχάζετε διατροχάζουσιν*
SubjunctiveSingular διατροχάζω διατροχάζῃς διατροχάζῃ
Dual διατροχάζητον διατροχάζητον
Plural διατροχάζωμεν διατροχάζητε διατροχάζωσιν*
OptativeSingular διατροχάζοιμι διατροχάζοις διατροχάζοι
Dual διατροχάζοιτον διατροχαζοίτην
Plural διατροχάζοιμεν διατροχάζοιτε διατροχάζοιεν
ImperativeSingular διατρόχαζε διατροχαζέτω
Dual διατροχάζετον διατροχαζέτων
Plural διατροχάζετε διατροχαζόντων, διατροχαζέτωσαν
Infinitive διατροχάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διατροχαζων διατροχαζοντος διατροχαζουσα διατροχαζουσης διατροχαζον διατροχαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατροχάζομαι διατροχάζει, διατροχάζῃ διατροχάζεται
Dual διατροχάζεσθον διατροχάζεσθον
Plural διατροχαζόμεθα διατροχάζεσθε διατροχάζονται
SubjunctiveSingular διατροχάζωμαι διατροχάζῃ διατροχάζηται
Dual διατροχάζησθον διατροχάζησθον
Plural διατροχαζώμεθα διατροχάζησθε διατροχάζωνται
OptativeSingular διατροχαζοίμην διατροχάζοιο διατροχάζοιτο
Dual διατροχάζοισθον διατροχαζοίσθην
Plural διατροχαζοίμεθα διατροχάζοισθε διατροχάζοιντο
ImperativeSingular διατροχάζου διατροχαζέσθω
Dual διατροχάζεσθον διατροχαζέσθων
Plural διατροχάζεσθε διατροχαζέσθων, διατροχαζέσθωσαν
Infinitive διατροχάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διατροχαζομενος διατροχαζομενου διατροχαζομενη διατροχαζομενης διατροχαζομενον διατροχαζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατροχάσω διατροχάσεις διατροχάσει
Dual διατροχάσετον διατροχάσετον
Plural διατροχάσομεν διατροχάσετε διατροχάσουσιν*
OptativeSingular διατροχάσοιμι διατροχάσοις διατροχάσοι
Dual διατροχάσοιτον διατροχασοίτην
Plural διατροχάσοιμεν διατροχάσοιτε διατροχάσοιεν
Infinitive διατροχάσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διατροχασων διατροχασοντος διατροχασουσα διατροχασουσης διατροχασον διατροχασοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατροχάσομαι διατροχάσει, διατροχάσῃ διατροχάσεται
Dual διατροχάσεσθον διατροχάσεσθον
Plural διατροχασόμεθα διατροχάσεσθε διατροχάσονται
OptativeSingular διατροχασοίμην διατροχάσοιο διατροχάσοιτο
Dual διατροχάσοισθον διατροχασοίσθην
Plural διατροχασοίμεθα διατροχάσοισθε διατροχάσοιντο
Infinitive διατροχάσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διατροχασομενος διατροχασομενου διατροχασομενη διατροχασομενης διατροχασομενον διατροχασομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to trot

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION