헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διασπουδάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διασπουδάζω διασπουδάσω

형태분석: δια (접두사) + σπουδάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to do zealously, to be anxiously done or looked to

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διασπουδάζω

διασπουδάζεις

διασπουδάζει

쌍수 διασπουδάζετον

διασπουδάζετον

복수 διασπουδάζομεν

διασπουδάζετε

διασπουδάζουσιν*

접속법단수 διασπουδάζω

διασπουδάζῃς

διασπουδάζῃ

쌍수 διασπουδάζητον

διασπουδάζητον

복수 διασπουδάζωμεν

διασπουδάζητε

διασπουδάζωσιν*

기원법단수 διασπουδάζοιμι

διασπουδάζοις

διασπουδάζοι

쌍수 διασπουδάζοιτον

διασπουδαζοίτην

복수 διασπουδάζοιμεν

διασπουδάζοιτε

διασπουδάζοιεν

명령법단수 διασπούδαζε

διασπουδαζέτω

쌍수 διασπουδάζετον

διασπουδαζέτων

복수 διασπουδάζετε

διασπουδαζόντων, διασπουδαζέτωσαν

부정사 διασπουδάζειν

분사 남성여성중성
διασπουδαζων

διασπουδαζοντος

διασπουδαζουσα

διασπουδαζουσης

διασπουδαζον

διασπουδαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διασπουδάζομαι

διασπουδάζει, διασπουδάζῃ

διασπουδάζεται

쌍수 διασπουδάζεσθον

διασπουδάζεσθον

복수 διασπουδαζόμεθα

διασπουδάζεσθε

διασπουδάζονται

접속법단수 διασπουδάζωμαι

διασπουδάζῃ

διασπουδάζηται

쌍수 διασπουδάζησθον

διασπουδάζησθον

복수 διασπουδαζώμεθα

διασπουδάζησθε

διασπουδάζωνται

기원법단수 διασπουδαζοίμην

διασπουδάζοιο

διασπουδάζοιτο

쌍수 διασπουδάζοισθον

διασπουδαζοίσθην

복수 διασπουδαζοίμεθα

διασπουδάζοισθε

διασπουδάζοιντο

명령법단수 διασπουδάζου

διασπουδαζέσθω

쌍수 διασπουδάζεσθον

διασπουδαζέσθων

복수 διασπουδάζεσθε

διασπουδαζέσθων, διασπουδαζέσθωσαν

부정사 διασπουδάζεσθαι

분사 남성여성중성
διασπουδαζομενος

διασπουδαζομενου

διασπουδαζομενη

διασπουδαζομενης

διασπουδαζομενον

διασπουδαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διασπουδάσω

διασπουδάσεις

διασπουδάσει

쌍수 διασπουδάσετον

διασπουδάσετον

복수 διασπουδάσομεν

διασπουδάσετε

διασπουδάσουσιν*

기원법단수 διασπουδάσοιμι

διασπουδάσοις

διασπουδάσοι

쌍수 διασπουδάσοιτον

διασπουδασοίτην

복수 διασπουδάσοιμεν

διασπουδάσοιτε

διασπουδάσοιεν

부정사 διασπουδάσειν

분사 남성여성중성
διασπουδασων

διασπουδασοντος

διασπουδασουσα

διασπουδασουσης

διασπουδασον

διασπουδασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διασπουδάσομαι

διασπουδάσει, διασπουδάσῃ

διασπουδάσεται

쌍수 διασπουδάσεσθον

διασπουδάσεσθον

복수 διασπουδασόμεθα

διασπουδάσεσθε

διασπουδάσονται

기원법단수 διασπουδασοίμην

διασπουδάσοιο

διασπουδάσοιτο

쌍수 διασπουδάσοισθον

διασπουδασοίσθην

복수 διασπουδασοίμεθα

διασπουδάσοισθε

διασπουδάσοιντο

부정사 διασπουδάσεσθαι

분사 남성여성중성
διασπουδασομενος

διασπουδασομενου

διασπουδασομενη

διασπουδασομενης

διασπουδασομενον

διασπουδασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION