헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαπιαίνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαπιαίνω διαπιανῶ

형태분석: δια (접두사) + πιαίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. to make very fat

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπιαίνω

διαπιαίνεις

διαπιαίνει

쌍수 διαπιαίνετον

διαπιαίνετον

복수 διαπιαίνομεν

διαπιαίνετε

διαπιαίνουσιν*

접속법단수 διαπιαίνω

διαπιαίνῃς

διαπιαίνῃ

쌍수 διαπιαίνητον

διαπιαίνητον

복수 διαπιαίνωμεν

διαπιαίνητε

διαπιαίνωσιν*

기원법단수 διαπιαίνοιμι

διαπιαίνοις

διαπιαίνοι

쌍수 διαπιαίνοιτον

διαπιαινοίτην

복수 διαπιαίνοιμεν

διαπιαίνοιτε

διαπιαίνοιεν

명령법단수 διαπίαινε

διαπιαινέτω

쌍수 διαπιαίνετον

διαπιαινέτων

복수 διαπιαίνετε

διαπιαινόντων, διαπιαινέτωσαν

부정사 διαπιαίνειν

분사 남성여성중성
διαπιαινων

διαπιαινοντος

διαπιαινουσα

διαπιαινουσης

διαπιαινον

διαπιαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπιαίνομαι

διαπιαίνει, διαπιαίνῃ

διαπιαίνεται

쌍수 διαπιαίνεσθον

διαπιαίνεσθον

복수 διαπιαινόμεθα

διαπιαίνεσθε

διαπιαίνονται

접속법단수 διαπιαίνωμαι

διαπιαίνῃ

διαπιαίνηται

쌍수 διαπιαίνησθον

διαπιαίνησθον

복수 διαπιαινώμεθα

διαπιαίνησθε

διαπιαίνωνται

기원법단수 διαπιαινοίμην

διαπιαίνοιο

διαπιαίνοιτο

쌍수 διαπιαίνοισθον

διαπιαινοίσθην

복수 διαπιαινοίμεθα

διαπιαίνοισθε

διαπιαίνοιντο

명령법단수 διαπιαίνου

διαπιαινέσθω

쌍수 διαπιαίνεσθον

διαπιαινέσθων

복수 διαπιαίνεσθε

διαπιαινέσθων, διαπιαινέσθωσαν

부정사 διαπιαίνεσθαι

분사 남성여성중성
διαπιαινομενος

διαπιαινομενου

διαπιαινομενη

διαπιαινομενης

διαπιαινομενον

διαπιαινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to make very fat

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION