헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαπασσαλεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαπασσαλεύω διαπασσαλεύσω

형태분석: δια (접두사) + πασσαλεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 뻗다, 도달하다, 내밀다, 펴다
  1. to stretch out by nailing the extremities, to stretch out, for tanning

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπασσαλεύω

(나는) 뻗는다

διαπασσαλεύεις

(너는) 뻗는다

διαπασσαλεύει

(그는) 뻗는다

쌍수 διαπασσαλεύετον

(너희 둘은) 뻗는다

διαπασσαλεύετον

(그 둘은) 뻗는다

복수 διαπασσαλεύομεν

(우리는) 뻗는다

διαπασσαλεύετε

(너희는) 뻗는다

διαπασσαλεύουσιν*

(그들은) 뻗는다

접속법단수 διαπασσαλεύω

(나는) 뻗자

διαπασσαλεύῃς

(너는) 뻗자

διαπασσαλεύῃ

(그는) 뻗자

쌍수 διαπασσαλεύητον

(너희 둘은) 뻗자

διαπασσαλεύητον

(그 둘은) 뻗자

복수 διαπασσαλεύωμεν

(우리는) 뻗자

διαπασσαλεύητε

(너희는) 뻗자

διαπασσαλεύωσιν*

(그들은) 뻗자

기원법단수 διαπασσαλεύοιμι

(나는) 뻗기를 (바라다)

διαπασσαλεύοις

(너는) 뻗기를 (바라다)

διαπασσαλεύοι

(그는) 뻗기를 (바라다)

쌍수 διαπασσαλεύοιτον

(너희 둘은) 뻗기를 (바라다)

διαπασσαλευοίτην

(그 둘은) 뻗기를 (바라다)

복수 διαπασσαλεύοιμεν

(우리는) 뻗기를 (바라다)

διαπασσαλεύοιτε

(너희는) 뻗기를 (바라다)

διαπασσαλεύοιεν

(그들은) 뻗기를 (바라다)

명령법단수 διαπασσάλευε

(너는) 뻗어라

διαπασσαλευέτω

(그는) 뻗어라

쌍수 διαπασσαλεύετον

(너희 둘은) 뻗어라

διαπασσαλευέτων

(그 둘은) 뻗어라

복수 διαπασσαλεύετε

(너희는) 뻗어라

διαπασσαλευόντων, διαπασσαλευέτωσαν

(그들은) 뻗어라

부정사 διαπασσαλεύειν

뻗는 것

분사 남성여성중성
διαπασσαλευων

διαπασσαλευοντος

διαπασσαλευουσα

διαπασσαλευουσης

διαπασσαλευον

διαπασσαλευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπασσαλεύομαι

(나는) 뻗힌다

διαπασσαλεύει, διαπασσαλεύῃ

(너는) 뻗힌다

διαπασσαλεύεται

(그는) 뻗힌다

쌍수 διαπασσαλεύεσθον

(너희 둘은) 뻗힌다

διαπασσαλεύεσθον

(그 둘은) 뻗힌다

복수 διαπασσαλευόμεθα

(우리는) 뻗힌다

διαπασσαλεύεσθε

(너희는) 뻗힌다

διαπασσαλεύονται

(그들은) 뻗힌다

접속법단수 διαπασσαλεύωμαι

(나는) 뻗히자

διαπασσαλεύῃ

(너는) 뻗히자

διαπασσαλεύηται

(그는) 뻗히자

쌍수 διαπασσαλεύησθον

(너희 둘은) 뻗히자

διαπασσαλεύησθον

(그 둘은) 뻗히자

복수 διαπασσαλευώμεθα

(우리는) 뻗히자

διαπασσαλεύησθε

(너희는) 뻗히자

διαπασσαλεύωνται

(그들은) 뻗히자

기원법단수 διαπασσαλευοίμην

(나는) 뻗히기를 (바라다)

διαπασσαλεύοιο

(너는) 뻗히기를 (바라다)

διαπασσαλεύοιτο

(그는) 뻗히기를 (바라다)

쌍수 διαπασσαλεύοισθον

(너희 둘은) 뻗히기를 (바라다)

διαπασσαλευοίσθην

(그 둘은) 뻗히기를 (바라다)

복수 διαπασσαλευοίμεθα

(우리는) 뻗히기를 (바라다)

διαπασσαλεύοισθε

(너희는) 뻗히기를 (바라다)

διαπασσαλεύοιντο

(그들은) 뻗히기를 (바라다)

명령법단수 διαπασσαλεύου

(너는) 뻗혀라

διαπασσαλευέσθω

(그는) 뻗혀라

쌍수 διαπασσαλεύεσθον

(너희 둘은) 뻗혀라

διαπασσαλευέσθων

(그 둘은) 뻗혀라

복수 διαπασσαλεύεσθε

(너희는) 뻗혀라

διαπασσαλευέσθων, διαπασσαλευέσθωσαν

(그들은) 뻗혀라

부정사 διαπασσαλεύεσθαι

뻗히는 것

분사 남성여성중성
διαπασσαλευομενος

διαπασσαλευομενου

διαπασσαλευομενη

διαπασσαλευομενης

διαπασσαλευομενον

διαπασσαλευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπασσαλεύσω

(나는) 뻗겠다

διαπασσαλεύσεις

(너는) 뻗겠다

διαπασσαλεύσει

(그는) 뻗겠다

쌍수 διαπασσαλεύσετον

(너희 둘은) 뻗겠다

διαπασσαλεύσετον

(그 둘은) 뻗겠다

복수 διαπασσαλεύσομεν

(우리는) 뻗겠다

διαπασσαλεύσετε

(너희는) 뻗겠다

διαπασσαλεύσουσιν*

(그들은) 뻗겠다

기원법단수 διαπασσαλεύσοιμι

(나는) 뻗겠기를 (바라다)

διαπασσαλεύσοις

(너는) 뻗겠기를 (바라다)

διαπασσαλεύσοι

(그는) 뻗겠기를 (바라다)

쌍수 διαπασσαλεύσοιτον

(너희 둘은) 뻗겠기를 (바라다)

διαπασσαλευσοίτην

(그 둘은) 뻗겠기를 (바라다)

복수 διαπασσαλεύσοιμεν

(우리는) 뻗겠기를 (바라다)

διαπασσαλεύσοιτε

(너희는) 뻗겠기를 (바라다)

διαπασσαλεύσοιεν

(그들은) 뻗겠기를 (바라다)

부정사 διαπασσαλεύσειν

뻗을 것

분사 남성여성중성
διαπασσαλευσων

διαπασσαλευσοντος

διαπασσαλευσουσα

διαπασσαλευσουσης

διαπασσαλευσον

διαπασσαλευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπασσαλεύσομαι

(나는) 뻗히겠다

διαπασσαλεύσει, διαπασσαλεύσῃ

(너는) 뻗히겠다

διαπασσαλεύσεται

(그는) 뻗히겠다

쌍수 διαπασσαλεύσεσθον

(너희 둘은) 뻗히겠다

διαπασσαλεύσεσθον

(그 둘은) 뻗히겠다

복수 διαπασσαλευσόμεθα

(우리는) 뻗히겠다

διαπασσαλεύσεσθε

(너희는) 뻗히겠다

διαπασσαλεύσονται

(그들은) 뻗히겠다

기원법단수 διαπασσαλευσοίμην

(나는) 뻗히겠기를 (바라다)

διαπασσαλεύσοιο

(너는) 뻗히겠기를 (바라다)

διαπασσαλεύσοιτο

(그는) 뻗히겠기를 (바라다)

쌍수 διαπασσαλεύσοισθον

(너희 둘은) 뻗히겠기를 (바라다)

διαπασσαλευσοίσθην

(그 둘은) 뻗히겠기를 (바라다)

복수 διαπασσαλευσοίμεθα

(우리는) 뻗히겠기를 (바라다)

διαπασσαλεύσοισθε

(너희는) 뻗히겠기를 (바라다)

διαπασσαλεύσοιντο

(그들은) 뻗히겠기를 (바라다)

부정사 διαπασσαλεύσεσθαι

뻗힐 것

분사 남성여성중성
διαπασσαλευσομενος

διαπασσαλευσομενου

διαπασσαλευσομενη

διαπασσαλευσομενης

διαπασσαλευσομενον

διαπασσαλευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεπασσάλευον

(나는) 뻗고 있었다

διεπασσάλευες

(너는) 뻗고 있었다

διεπασσάλευεν*

(그는) 뻗고 있었다

쌍수 διεπασσαλεύετον

(너희 둘은) 뻗고 있었다

διεπασσαλευέτην

(그 둘은) 뻗고 있었다

복수 διεπασσαλεύομεν

(우리는) 뻗고 있었다

διεπασσαλεύετε

(너희는) 뻗고 있었다

διεπασσάλευον

(그들은) 뻗고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεπασσαλευόμην

(나는) 뻗히고 있었다

διεπασσαλεύου

(너는) 뻗히고 있었다

διεπασσαλεύετο

(그는) 뻗히고 있었다

쌍수 διεπασσαλεύεσθον

(너희 둘은) 뻗히고 있었다

διεπασσαλευέσθην

(그 둘은) 뻗히고 있었다

복수 διεπασσαλευόμεθα

(우리는) 뻗히고 있었다

διεπασσαλεύεσθε

(너희는) 뻗히고 있었다

διεπασσαλεύοντο

(그들은) 뻗히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION