Ancient Greek-English Dictionary Language

διαλεπτολογέομαι

ε-contract Verb; 이상동사 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαλεπτολογέομαι

Structure: δια (Prefix) + λεπτολογέ (Stem) + ομαι (Ending)

Etym.: leptolo/gos

Sense

  1. to discourse subtly, chop logic, with

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαλεπτολόγουμαι διαλεπτολόγει, διαλεπτολόγῃ διαλεπτολόγειται
Dual διαλεπτολόγεισθον διαλεπτολόγεισθον
Plural διαλεπτολογοῦμεθα διαλεπτολόγεισθε διαλεπτολόγουνται
SubjunctiveSingular διαλεπτολόγωμαι διαλεπτολόγῃ διαλεπτολόγηται
Dual διαλεπτολόγησθον διαλεπτολόγησθον
Plural διαλεπτολογώμεθα διαλεπτολόγησθε διαλεπτολόγωνται
OptativeSingular διαλεπτολογοίμην διαλεπτολόγοιο διαλεπτολόγοιτο
Dual διαλεπτολόγοισθον διαλεπτολογοίσθην
Plural διαλεπτολογοίμεθα διαλεπτολόγοισθε διαλεπτολόγοιντο
ImperativeSingular διαλεπτολόγου διαλεπτολογεῖσθω
Dual διαλεπτολόγεισθον διαλεπτολογεῖσθων
Plural διαλεπτολόγεισθε διαλεπτολογεῖσθων, διαλεπτολογεῖσθωσαν
Infinitive διαλεπτολόγεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαλεπτολογουμενος διαλεπτολογουμενου διαλεπτολογουμενη διαλεπτολογουμενης διαλεπτολογουμενον διαλεπτολογουμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to discourse subtly

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION