Ancient Greek-English Dictionary Language

διακολλάω

α-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διακολλάω διακολλήσω

Structure: δια (Prefix) + κολλά (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to glue together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διακολλῶ διακολλᾷς διακολλᾷ
Dual διακολλᾶτον διακολλᾶτον
Plural διακολλῶμεν διακολλᾶτε διακολλῶσιν*
SubjunctiveSingular διακολλῶ διακολλῇς διακολλῇ
Dual διακολλῆτον διακολλῆτον
Plural διακολλῶμεν διακολλῆτε διακολλῶσιν*
OptativeSingular διακολλῷμι διακολλῷς διακολλῷ
Dual διακολλῷτον διακολλῴτην
Plural διακολλῷμεν διακολλῷτε διακολλῷεν
ImperativeSingular διακόλλᾱ διακολλᾱ́τω
Dual διακολλᾶτον διακολλᾱ́των
Plural διακολλᾶτε διακολλώντων, διακολλᾱ́τωσαν
Infinitive διακολλᾶν
Participle MasculineFeminineNeuter
διακολλων διακολλωντος διακολλωσα διακολλωσης διακολλων διακολλωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διακολλῶμαι διακολλᾷ διακολλᾶται
Dual διακολλᾶσθον διακολλᾶσθον
Plural διακολλώμεθα διακολλᾶσθε διακολλῶνται
SubjunctiveSingular διακολλῶμαι διακολλῇ διακολλῆται
Dual διακολλῆσθον διακολλῆσθον
Plural διακολλώμεθα διακολλῆσθε διακολλῶνται
OptativeSingular διακολλῴμην διακολλῷο διακολλῷτο
Dual διακολλῷσθον διακολλῴσθην
Plural διακολλῴμεθα διακολλῷσθε διακολλῷντο
ImperativeSingular διακολλῶ διακολλᾱ́σθω
Dual διακολλᾶσθον διακολλᾱ́σθων
Plural διακολλᾶσθε διακολλᾱ́σθων, διακολλᾱ́σθωσαν
Infinitive διακολλᾶσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διακολλωμενος διακολλωμενου διακολλωμενη διακολλωμενης διακολλωμενον διακολλωμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διακολλήσω διακολλήσεις διακολλήσει
Dual διακολλήσετον διακολλήσετον
Plural διακολλήσομεν διακολλήσετε διακολλήσουσιν*
OptativeSingular διακολλήσοιμι διακολλήσοις διακολλήσοι
Dual διακολλήσοιτον διακολλησοίτην
Plural διακολλήσοιμεν διακολλήσοιτε διακολλήσοιεν
Infinitive διακολλήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διακολλησων διακολλησοντος διακολλησουσα διακολλησουσης διακολλησον διακολλησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διακολλήσομαι διακολλήσει, διακολλήσῃ διακολλήσεται
Dual διακολλήσεσθον διακολλήσεσθον
Plural διακολλησόμεθα διακολλήσεσθε διακολλήσονται
OptativeSingular διακολλησοίμην διακολλήσοιο διακολλήσοιτο
Dual διακολλήσοισθον διακολλησοίσθην
Plural διακολλησοίμεθα διακολλήσοισθε διακολλήσοιντο
Infinitive διακολλήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διακολλησομενος διακολλησομενου διακολλησομενη διακολλησομενης διακολλησομενον διακολλησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τίνα γὰρ ἐλπίδα καὶ αὐτὸσ ἔχων εἰσ ^ τὰ βιβλία καὶ ἀνατυλίττεισ ἀεὶ καὶ διακολλᾷσ καὶ περικόπτεισ καὶ ἀλείφεισ τῷ κρόκῳ καὶ τῇ κέδρῳ καὶ διφθέρασ περιβάλλεισ καὶ ὀμφαλοὺσ ἐντίθησ, ὡσ δή τι ἀπολαύσων αὐτῶν ; (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 16:1)

Synonyms

  1. to glue together

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION