Ancient Greek-English Dictionary Language

διακνίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διακνίζω διακνίσω

Structure: δια (Prefix) + κνίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to pull to pieces

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διακνίζω διακνίζεις διακνίζει
Dual διακνίζετον διακνίζετον
Plural διακνίζομεν διακνίζετε διακνίζουσιν*
SubjunctiveSingular διακνίζω διακνίζῃς διακνίζῃ
Dual διακνίζητον διακνίζητον
Plural διακνίζωμεν διακνίζητε διακνίζωσιν*
OptativeSingular διακνίζοιμι διακνίζοις διακνίζοι
Dual διακνίζοιτον διακνιζοίτην
Plural διακνίζοιμεν διακνίζοιτε διακνίζοιεν
ImperativeSingular διακνίζε διακνιζέτω
Dual διακνίζετον διακνιζέτων
Plural διακνίζετε διακνιζόντων, διακνιζέτωσαν
Infinitive διακνίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διακνιζων διακνιζοντος διακνιζουσα διακνιζουσης διακνιζον διακνιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διακνίζομαι διακνίζει, διακνίζῃ διακνίζεται
Dual διακνίζεσθον διακνίζεσθον
Plural διακνιζόμεθα διακνίζεσθε διακνίζονται
SubjunctiveSingular διακνίζωμαι διακνίζῃ διακνίζηται
Dual διακνίζησθον διακνίζησθον
Plural διακνιζώμεθα διακνίζησθε διακνίζωνται
OptativeSingular διακνιζοίμην διακνίζοιο διακνίζοιτο
Dual διακνίζοισθον διακνιζοίσθην
Plural διακνιζοίμεθα διακνίζοισθε διακνίζοιντο
ImperativeSingular διακνίζου διακνιζέσθω
Dual διακνίζεσθον διακνιζέσθων
Plural διακνίζεσθε διακνιζέσθων, διακνιζέσθωσαν
Infinitive διακνίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διακνιζομενος διακνιζομενου διακνιζομενη διακνιζομενης διακνιζομενον διακνιζομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οὗτοσ μὲν δὴ τῆσ ἄλλησ δεινότητοσ, ἣ περὶ τὸν ἄνδρα τοῦτον ἐγένετο κατὰ τὸ λεκτικόν, ἔστιν ἃ διακνίζει καὶ συκοφαντεῖ, πρᾶγμα ἐχθροῦ ποιῶν. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 35 1:3)

Synonyms

  1. to pull to pieces

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION