헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαιθριάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαιθριάζω διαιθριάσω

형태분석: διαιθριάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 처벌하다, 벌금을 과하다, 선고하다
  1. to become quite clear and fine, to be fine

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαιθριάζω

(나는) 처벌한다

διαιθριάζεις

(너는) 처벌한다

διαιθριάζει

(그는) 처벌한다

쌍수 διαιθριάζετον

(너희 둘은) 처벌한다

διαιθριάζετον

(그 둘은) 처벌한다

복수 διαιθριάζομεν

(우리는) 처벌한다

διαιθριάζετε

(너희는) 처벌한다

διαιθριάζουσιν*

(그들은) 처벌한다

접속법단수 διαιθριάζω

(나는) 처벌하자

διαιθριάζῃς

(너는) 처벌하자

διαιθριάζῃ

(그는) 처벌하자

쌍수 διαιθριάζητον

(너희 둘은) 처벌하자

διαιθριάζητον

(그 둘은) 처벌하자

복수 διαιθριάζωμεν

(우리는) 처벌하자

διαιθριάζητε

(너희는) 처벌하자

διαιθριάζωσιν*

(그들은) 처벌하자

기원법단수 διαιθριάζοιμι

(나는) 처벌하기를 (바라다)

διαιθριάζοις

(너는) 처벌하기를 (바라다)

διαιθριάζοι

(그는) 처벌하기를 (바라다)

쌍수 διαιθριάζοιτον

(너희 둘은) 처벌하기를 (바라다)

διαιθριαζοίτην

(그 둘은) 처벌하기를 (바라다)

복수 διαιθριάζοιμεν

(우리는) 처벌하기를 (바라다)

διαιθριάζοιτε

(너희는) 처벌하기를 (바라다)

διαιθριάζοιεν

(그들은) 처벌하기를 (바라다)

명령법단수 διαιθρίαζε

(너는) 처벌해라

διαιθριαζέτω

(그는) 처벌해라

쌍수 διαιθριάζετον

(너희 둘은) 처벌해라

διαιθριαζέτων

(그 둘은) 처벌해라

복수 διαιθριάζετε

(너희는) 처벌해라

διαιθριαζόντων, διαιθριαζέτωσαν

(그들은) 처벌해라

부정사 διαιθριάζειν

처벌하는 것

분사 남성여성중성
διαιθριαζων

διαιθριαζοντος

διαιθριαζουσα

διαιθριαζουσης

διαιθριαζον

διαιθριαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαιθριάζομαι

(나는) 처벌된다

διαιθριάζει, διαιθριάζῃ

(너는) 처벌된다

διαιθριάζεται

(그는) 처벌된다

쌍수 διαιθριάζεσθον

(너희 둘은) 처벌된다

διαιθριάζεσθον

(그 둘은) 처벌된다

복수 διαιθριαζόμεθα

(우리는) 처벌된다

διαιθριάζεσθε

(너희는) 처벌된다

διαιθριάζονται

(그들은) 처벌된다

접속법단수 διαιθριάζωμαι

(나는) 처벌되자

διαιθριάζῃ

(너는) 처벌되자

διαιθριάζηται

(그는) 처벌되자

쌍수 διαιθριάζησθον

(너희 둘은) 처벌되자

διαιθριάζησθον

(그 둘은) 처벌되자

복수 διαιθριαζώμεθα

(우리는) 처벌되자

διαιθριάζησθε

(너희는) 처벌되자

διαιθριάζωνται

(그들은) 처벌되자

기원법단수 διαιθριαζοίμην

(나는) 처벌되기를 (바라다)

διαιθριάζοιο

(너는) 처벌되기를 (바라다)

διαιθριάζοιτο

(그는) 처벌되기를 (바라다)

쌍수 διαιθριάζοισθον

(너희 둘은) 처벌되기를 (바라다)

διαιθριαζοίσθην

(그 둘은) 처벌되기를 (바라다)

복수 διαιθριαζοίμεθα

(우리는) 처벌되기를 (바라다)

διαιθριάζοισθε

(너희는) 처벌되기를 (바라다)

διαιθριάζοιντο

(그들은) 처벌되기를 (바라다)

명령법단수 διαιθριάζου

(너는) 처벌되어라

διαιθριαζέσθω

(그는) 처벌되어라

쌍수 διαιθριάζεσθον

(너희 둘은) 처벌되어라

διαιθριαζέσθων

(그 둘은) 처벌되어라

복수 διαιθριάζεσθε

(너희는) 처벌되어라

διαιθριαζέσθων, διαιθριαζέσθωσαν

(그들은) 처벌되어라

부정사 διαιθριάζεσθαι

처벌되는 것

분사 남성여성중성
διαιθριαζομενος

διαιθριαζομενου

διαιθριαζομενη

διαιθριαζομενης

διαιθριαζομενον

διαιθριαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαιθριάσω

(나는) 처벌하겠다

διαιθριάσεις

(너는) 처벌하겠다

διαιθριάσει

(그는) 처벌하겠다

쌍수 διαιθριάσετον

(너희 둘은) 처벌하겠다

διαιθριάσετον

(그 둘은) 처벌하겠다

복수 διαιθριάσομεν

(우리는) 처벌하겠다

διαιθριάσετε

(너희는) 처벌하겠다

διαιθριάσουσιν*

(그들은) 처벌하겠다

기원법단수 διαιθριάσοιμι

(나는) 처벌하겠기를 (바라다)

διαιθριάσοις

(너는) 처벌하겠기를 (바라다)

διαιθριάσοι

(그는) 처벌하겠기를 (바라다)

쌍수 διαιθριάσοιτον

(너희 둘은) 처벌하겠기를 (바라다)

διαιθριασοίτην

(그 둘은) 처벌하겠기를 (바라다)

복수 διαιθριάσοιμεν

(우리는) 처벌하겠기를 (바라다)

διαιθριάσοιτε

(너희는) 처벌하겠기를 (바라다)

διαιθριάσοιεν

(그들은) 처벌하겠기를 (바라다)

부정사 διαιθριάσειν

처벌할 것

분사 남성여성중성
διαιθριασων

διαιθριασοντος

διαιθριασουσα

διαιθριασουσης

διαιθριασον

διαιθριασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαιθριάσομαι

(나는) 처벌되겠다

διαιθριάσει, διαιθριάσῃ

(너는) 처벌되겠다

διαιθριάσεται

(그는) 처벌되겠다

쌍수 διαιθριάσεσθον

(너희 둘은) 처벌되겠다

διαιθριάσεσθον

(그 둘은) 처벌되겠다

복수 διαιθριασόμεθα

(우리는) 처벌되겠다

διαιθριάσεσθε

(너희는) 처벌되겠다

διαιθριάσονται

(그들은) 처벌되겠다

기원법단수 διαιθριασοίμην

(나는) 처벌되겠기를 (바라다)

διαιθριάσοιο

(너는) 처벌되겠기를 (바라다)

διαιθριάσοιτο

(그는) 처벌되겠기를 (바라다)

쌍수 διαιθριάσοισθον

(너희 둘은) 처벌되겠기를 (바라다)

διαιθριασοίσθην

(그 둘은) 처벌되겠기를 (바라다)

복수 διαιθριασοίμεθα

(우리는) 처벌되겠기를 (바라다)

διαιθριάσοισθε

(너희는) 처벌되겠기를 (바라다)

διαιθριάσοιντο

(그들은) 처벌되겠기를 (바라다)

부정사 διαιθριάσεσθαι

처벌될 것

분사 남성여성중성
διαιθριασομενος

διαιθριασομενου

διαιθριασομενη

διαιθριασομενης

διαιθριασομενον

διαιθριασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδιαιθρίαζον

(나는) 처벌하고 있었다

ἐδιαιθρίαζες

(너는) 처벌하고 있었다

ἐδιαιθρίαζεν*

(그는) 처벌하고 있었다

쌍수 ἐδιαιθριάζετον

(너희 둘은) 처벌하고 있었다

ἐδιαιθριαζέτην

(그 둘은) 처벌하고 있었다

복수 ἐδιαιθριάζομεν

(우리는) 처벌하고 있었다

ἐδιαιθριάζετε

(너희는) 처벌하고 있었다

ἐδιαιθρίαζον

(그들은) 처벌하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδιαιθριαζόμην

(나는) 처벌되고 있었다

ἐδιαιθριάζου

(너는) 처벌되고 있었다

ἐδιαιθριάζετο

(그는) 처벌되고 있었다

쌍수 ἐδιαιθριάζεσθον

(너희 둘은) 처벌되고 있었다

ἐδιαιθριαζέσθην

(그 둘은) 처벌되고 있었다

복수 ἐδιαιθριαζόμεθα

(우리는) 처벌되고 있었다

ἐδιαιθριάζεσθε

(너희는) 처벌되고 있었다

ἐδιαιθριάζοντο

(그들은) 처벌되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ γὰρ ἐδόκει διαιθριάζειν. (Xenophon, Anabasis, , chapter 4 12:3)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 4 12:3)

유의어

  1. 처벌하다

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION