Ancient Greek-English Dictionary Language

διαίνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαίνω

Structure: διαίν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to wet, moisten, to wet one's eyes, to weep

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαίνω διαίνεις διαίνει
Dual διαίνετον διαίνετον
Plural διαίνομεν διαίνετε διαίνουσιν*
SubjunctiveSingular διαίνω διαίνῃς διαίνῃ
Dual διαίνητον διαίνητον
Plural διαίνωμεν διαίνητε διαίνωσιν*
OptativeSingular διαίνοιμι διαίνοις διαίνοι
Dual διαίνοιτον διαινοίτην
Plural διαίνοιμεν διαίνοιτε διαίνοιεν
ImperativeSingular δίαινε διαινέτω
Dual διαίνετον διαινέτων
Plural διαίνετε διαινόντων, διαινέτωσαν
Infinitive διαίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαινων διαινοντος διαινουσα διαινουσης διαινον διαινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαίνομαι διαίνει, διαίνῃ διαίνεται
Dual διαίνεσθον διαίνεσθον
Plural διαινόμεθα διαίνεσθε διαίνονται
SubjunctiveSingular διαίνωμαι διαίνῃ διαίνηται
Dual διαίνησθον διαίνησθον
Plural διαινώμεθα διαίνησθε διαίνωνται
OptativeSingular διαινοίμην διαίνοιο διαίνοιτο
Dual διαίνοισθον διαινοίσθην
Plural διαινοίμεθα διαίνοισθε διαίνοιντο
ImperativeSingular διαίνου διαινέσθω
Dual διαίνεσθον διαινέσθων
Plural διαίνεσθε διαινέσθων, διαινέσθωσαν
Infinitive διαίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαινομενος διαινομενου διαινομενη διαινομενης διαινομενον διαινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οὔποτε γὰρ σὴν ψυχὴν ἐκνίψει σῶμα διαινόμενον. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 14, chapter 744)

Synonyms

  1. to wet

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION