Ancient Greek-English Dictionary Language

διαγνωρίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαγνωρίζω διαγνωριῶ

Structure: δια (Prefix) + γνωρίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to make known

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαγνωρίζω διαγνωρίζεις διαγνωρίζει
Dual διαγνωρίζετον διαγνωρίζετον
Plural διαγνωρίζομεν διαγνωρίζετε διαγνωρίζουσιν*
SubjunctiveSingular διαγνωρίζω διαγνωρίζῃς διαγνωρίζῃ
Dual διαγνωρίζητον διαγνωρίζητον
Plural διαγνωρίζωμεν διαγνωρίζητε διαγνωρίζωσιν*
OptativeSingular διαγνωρίζοιμι διαγνωρίζοις διαγνωρίζοι
Dual διαγνωρίζοιτον διαγνωριζοίτην
Plural διαγνωρίζοιμεν διαγνωρίζοιτε διαγνωρίζοιεν
ImperativeSingular διαγνώριζε διαγνωριζέτω
Dual διαγνωρίζετον διαγνωριζέτων
Plural διαγνωρίζετε διαγνωριζόντων, διαγνωριζέτωσαν
Infinitive διαγνωρίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαγνωριζων διαγνωριζοντος διαγνωριζουσα διαγνωριζουσης διαγνωριζον διαγνωριζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαγνωρίζομαι διαγνωρίζει, διαγνωρίζῃ διαγνωρίζεται
Dual διαγνωρίζεσθον διαγνωρίζεσθον
Plural διαγνωριζόμεθα διαγνωρίζεσθε διαγνωρίζονται
SubjunctiveSingular διαγνωρίζωμαι διαγνωρίζῃ διαγνωρίζηται
Dual διαγνωρίζησθον διαγνωρίζησθον
Plural διαγνωριζώμεθα διαγνωρίζησθε διαγνωρίζωνται
OptativeSingular διαγνωριζοίμην διαγνωρίζοιο διαγνωρίζοιτο
Dual διαγνωρίζοισθον διαγνωριζοίσθην
Plural διαγνωριζοίμεθα διαγνωρίζοισθε διαγνωρίζοιντο
ImperativeSingular διαγνωρίζου διαγνωριζέσθω
Dual διαγνωρίζεσθον διαγνωριζέσθων
Plural διαγνωρίζεσθε διαγνωριζέσθων, διαγνωριζέσθωσαν
Infinitive διαγνωρίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαγνωριζομενος διαγνωριζομενου διαγνωριζομενη διαγνωριζομενης διαγνωριζομενον διαγνωριζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαγνωρίω διαγνωρίεις διαγνωρίει
Dual διαγνωρίειτον διαγνωρίειτον
Plural διαγνωρίουμεν διαγνωρίειτε διαγνωρίουσιν*
OptativeSingular διαγνωρίοιμι διαγνωρίοις διαγνωρίοι
Dual διαγνωρίοιτον διαγνωριοίτην
Plural διαγνωρίοιμεν διαγνωρίοιτε διαγνωρίοιεν
Infinitive διαγνωρίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαγνωριων διαγνωριουντος διαγνωριουσα διαγνωριουσης διαγνωριουν διαγνωριουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαγνωρίουμαι διαγνωρίει, διαγνωρίῃ διαγνωρίειται
Dual διαγνωρίεισθον διαγνωρίεισθον
Plural διαγνωριοῦμεθα διαγνωρίεισθε διαγνωρίουνται
OptativeSingular διαγνωριοίμην διαγνωρίοιο διαγνωρίοιτο
Dual διαγνωρίοισθον διαγνωριοίσθην
Plural διαγνωριοίμεθα διαγνωρίοισθε διαγνωρίοιντο
Infinitive διαγνωρίεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαγνωριουμενος διαγνωριουμενου διαγνωριουμενη διαγνωριουμενης διαγνωριουμενον διαγνωριουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to make known

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION