고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: δημοποίητος δημοποίητη δημοποίητον
Structure: δημοποιητ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | δημοποίητος | δημοποίήτη | δημοποίητον |
Genitive | δημοποιήτου | δημοποίήτης | δημοποιήτου | |
Dative | δημοποιήτῳ | δημοποίήτῃ | δημοποιήτῳ | |
Accusative | δημοποίητον | δημοποίήτην | δημοποίητον | |
Vocative | δημοποίητε | δημοποίήτη | δημοποίητον | |
Dual | N/A/V | δημοποιήτω | δημοποίήτᾱ | δημοποιήτω |
G/D | δημοποιήτοιν | δημοποίήταιν | δημοποιήτοιν | |
Plural | Nominative | δημοποίητοι | δημοποί́ηται | δημοποίητα |
Genitive | δημοποιήτων | δημοποίητῶν | δημοποιήτων | |
Dative | δημοποιήτοις | δημοποίήταις | δημοποιήτοις | |
Accusative | δημοποιήτους | δημοποίήτᾱς | δημοποίητα | |
Vocative | δημοποίητοι | δημοποί́ηται | δημοποίητα |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | δημοποίητος δημοποιήτου | δημοποιητότερος δημοποιητοτέρου | δημοποιητότατος δημοποιητοτάτου |
Adverb | δημοποιήτως | δημοποιητότερον | δημοποιητότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기