Ancient Greek-English Dictionary Language

δημοκοπέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: δημοκοπέω

Structure: δημοκοπέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to curry mob-favour

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δημοκόπω δημοκόπεις δημοκόπει
Dual δημοκόπειτον δημοκόπειτον
Plural δημοκόπουμεν δημοκόπειτε δημοκόπουσιν*
SubjunctiveSingular δημοκόπω δημοκόπῃς δημοκόπῃ
Dual δημοκόπητον δημοκόπητον
Plural δημοκόπωμεν δημοκόπητε δημοκόπωσιν*
OptativeSingular δημοκόποιμι δημοκόποις δημοκόποι
Dual δημοκόποιτον δημοκοποίτην
Plural δημοκόποιμεν δημοκόποιτε δημοκόποιεν
ImperativeSingular δημοκο͂πει δημοκοπεῖτω
Dual δημοκόπειτον δημοκοπεῖτων
Plural δημοκόπειτε δημοκοποῦντων, δημοκοπεῖτωσαν
Infinitive δημοκόπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
δημοκοπων δημοκοπουντος δημοκοπουσα δημοκοπουσης δημοκοπουν δημοκοπουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δημοκόπουμαι δημοκόπει, δημοκόπῃ δημοκόπειται
Dual δημοκόπεισθον δημοκόπεισθον
Plural δημοκοποῦμεθα δημοκόπεισθε δημοκόπουνται
SubjunctiveSingular δημοκόπωμαι δημοκόπῃ δημοκόπηται
Dual δημοκόπησθον δημοκόπησθον
Plural δημοκοπώμεθα δημοκόπησθε δημοκόπωνται
OptativeSingular δημοκοποίμην δημοκόποιο δημοκόποιτο
Dual δημοκόποισθον δημοκοποίσθην
Plural δημοκοποίμεθα δημοκόποισθε δημοκόποιντο
ImperativeSingular δημοκόπου δημοκοπεῖσθω
Dual δημοκόπεισθον δημοκοπεῖσθων
Plural δημοκόπεισθε δημοκοπεῖσθων, δημοκοπεῖσθωσαν
Infinitive δημοκόπεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δημοκοπουμενος δημοκοπουμενου δημοκοπουμενη δημοκοπουμενης δημοκοπουμενον δημοκοπουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἅμα δ’ ἡμέρᾳ τὸν δῆμον ἐσ ἐκκλησίαν συναγαγόντεσ ὠδύροντο περὶ τῆσ πολιτείασ ὡσ ἐκ πολλοῦ τοῖσ δημοκοποῦσιν ἐκδεδομένησ, καὶ αὐτοὶ τάδε πράξαντεσ ὑπ’ ἀνάγκησ. (Appian, The Civil Wars, book 1, chapter 7 5:2)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION