Ancient Greek-English Dictionary Language

δημιουργέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δημιουργέω

Structure: δημιουργέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: dhmiourgo/s

Sense

  1. to practise a trade, do work
  2. to work at, fabricate
  3. to be one of the dhmiourgoi/

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δημιούργω δημιούργεις δημιούργει
Dual δημιούργειτον δημιούργειτον
Plural δημιούργουμεν δημιούργειτε δημιούργουσιν*
SubjunctiveSingular δημιούργω δημιούργῃς δημιούργῃ
Dual δημιούργητον δημιούργητον
Plural δημιούργωμεν δημιούργητε δημιούργωσιν*
OptativeSingular δημιούργοιμι δημιούργοις δημιούργοι
Dual δημιούργοιτον δημιουργοίτην
Plural δημιούργοιμεν δημιούργοιτε δημιούργοιεν
ImperativeSingular δημιοῦργει δημιουργεῖτω
Dual δημιούργειτον δημιουργεῖτων
Plural δημιούργειτε δημιουργοῦντων, δημιουργεῖτωσαν
Infinitive δημιούργειν
Participle MasculineFeminineNeuter
δημιουργων δημιουργουντος δημιουργουσα δημιουργουσης δημιουργουν δημιουργουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δημιούργουμαι δημιούργει, δημιούργῃ δημιούργειται
Dual δημιούργεισθον δημιούργεισθον
Plural δημιουργοῦμεθα δημιούργεισθε δημιούργουνται
SubjunctiveSingular δημιούργωμαι δημιούργῃ δημιούργηται
Dual δημιούργησθον δημιούργησθον
Plural δημιουργώμεθα δημιούργησθε δημιούργωνται
OptativeSingular δημιουργοίμην δημιούργοιο δημιούργοιτο
Dual δημιούργοισθον δημιουργοίσθην
Plural δημιουργοίμεθα δημιούργοισθε δημιούργοιντο
ImperativeSingular δημιούργου δημιουργεῖσθω
Dual δημιούργεισθον δημιουργεῖσθων
Plural δημιούργεισθε δημιουργεῖσθων, δημιουργεῖσθωσαν
Infinitive δημιούργεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δημιουργουμενος δημιουργουμενου δημιουργουμενη δημιουργουμενης δημιουργουμενον δημιουργουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • πολλὰ γὰρ παραδείγματα τῶν τότε παρ’ ὑμῖν ὄντων ἐνθάδε νῦν ἀνευρήσεισ, πρῶτον μὲν τὸ τῶν ἱερέων γένοσ ἀπὸ τῶν ἄλλων χωρὶσ ἀφωρισμένον, μετὰ δὲ τοῦτο τὸ τῶν δημιουργῶν, ὅτι καθ’ αὑτὸ ἕκαστον ἄλλῳ δὲ οὐκ ἐπιμειγνύμενον δημιουργεῖ, τό τε τῶν νομέων καὶ τὸ τῶν θηρευτῶν τό τε τῶν γεωργῶν. (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 44:2)
  • τὸ δὴ μαθηματικὸν αὖ μετὰ τοῦτο εἶδοσ ὅλον καὶ τὸ τῆσ γνωρίσεωσ τό τε χρηματιστικὸν καὶ ἀγωνιστικὸν καὶ θηρευτικόν, ἐπειδὴ δημιουργεῖ μὲν οὐδὲν τούτων, τὰ δὲ ὄντα καὶ γεγονότα τὰ μὲν χειροῦται λόγοισ καὶ πράξεσι, τὰ δὲ τοῖσ χειρουμένοισ οὐκ ἐπιτρέπει, μάλιστ’ ἄν που διὰ ταῦτα συνάπαντα τὰ μέρη τέχνη τισ κτητικὴ λεχθεῖσα ἂν διαπρέψειεν. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 21:2)
  • εἴ τίσ που τῶν συνθετικῶν ἐπιστημῶν πρᾶγμα ὁτιοῦν τῶν αὑτῆσ ἔργων, κἂν εἰ τὸ φαυλότατον, ἑκοῦσα ἐκ μοχθηρῶν καὶ χρηστῶν τινων συνίστησιν, ἢ πᾶσα ἐπιστήμη πανταχοῦ τὰ μὲν μοχθηρὰ εἰσ δύναμιν ἀποβάλλει, τὰ δὲ ἐπιτήδεια καὶ τὰ χρηστὰ ἔλαβεν, ἐκ τούτων δὲ καὶ ὁμοίων καὶ ἀνομοίων ὄντων, πάντα εἰσ ἓν αὐτὰ συνάγουσα, μίαν τινὰ δύναμιν καὶ ἰδέαν δημιουργεῖ. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 309:1)
  • οὐ γάρ που τήν γε ἰδέαν αὐτὴν δημιουργεῖ οὐδεὶσ τῶν δημιουργῶν· (Plato, Republic, book 10 28:2)
  • τῇ δὲ ἕκτῃ ἡμέρᾳ δημιουργεῖ τὸ τῶν τετραπόδων γένοσ ἄρρεν τε καὶ θῆλυ ποιήσασ· (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 1 39:2)

Synonyms

  1. to practise a trade

  2. to work at

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION