헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δενδροβατέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δενδροβατέω

형태분석: δενδροβατέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: bai/nw

  1. to climb trees

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δενδροβάτω

δενδροβάτεις

δενδροβάτει

쌍수 δενδροβάτειτον

δενδροβάτειτον

복수 δενδροβάτουμεν

δενδροβάτειτε

δενδροβάτουσιν*

접속법단수 δενδροβάτω

δενδροβάτῃς

δενδροβάτῃ

쌍수 δενδροβάτητον

δενδροβάτητον

복수 δενδροβάτωμεν

δενδροβάτητε

δενδροβάτωσιν*

기원법단수 δενδροβάτοιμι

δενδροβάτοις

δενδροβάτοι

쌍수 δενδροβάτοιτον

δενδροβατοίτην

복수 δενδροβάτοιμεν

δενδροβάτοιτε

δενδροβάτοιεν

명령법단수 δενδροβᾶτει

δενδροβατεῖτω

쌍수 δενδροβάτειτον

δενδροβατεῖτων

복수 δενδροβάτειτε

δενδροβατοῦντων, δενδροβατεῖτωσαν

부정사 δενδροβάτειν

분사 남성여성중성
δενδροβατων

δενδροβατουντος

δενδροβατουσα

δενδροβατουσης

δενδροβατουν

δενδροβατουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δενδροβάτουμαι

δενδροβάτει, δενδροβάτῃ

δενδροβάτειται

쌍수 δενδροβάτεισθον

δενδροβάτεισθον

복수 δενδροβατοῦμεθα

δενδροβάτεισθε

δενδροβάτουνται

접속법단수 δενδροβάτωμαι

δενδροβάτῃ

δενδροβάτηται

쌍수 δενδροβάτησθον

δενδροβάτησθον

복수 δενδροβατώμεθα

δενδροβάτησθε

δενδροβάτωνται

기원법단수 δενδροβατοίμην

δενδροβάτοιο

δενδροβάτοιτο

쌍수 δενδροβάτοισθον

δενδροβατοίσθην

복수 δενδροβατοίμεθα

δενδροβάτοισθε

δενδροβάτοιντο

명령법단수 δενδροβάτου

δενδροβατεῖσθω

쌍수 δενδροβάτεισθον

δενδροβατεῖσθων

복수 δενδροβάτεισθε

δενδροβατεῖσθων, δενδροβατεῖσθωσαν

부정사 δενδροβάτεισθαι

분사 남성여성중성
δενδροβατουμενος

δενδροβατουμενου

δενδροβατουμενη

δενδροβατουμενης

δενδροβατουμενον

δενδροβατουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to climb trees

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION