- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δειρή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: deirē 고전 발음: [레:] 신약 발음: [디레]

기본형: δειρή

형태분석: δειρ (어간) + α (어미)

어원: perhaps akin to Lat. dorsum

  1. 목, 목구멍, 인후
  1. the neck, throat

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δειρή

목이

δειρά

목들이

δειραί

목들이

속격 δειρᾶς

목의

δειραῖν

목들의

δειρῶν

목들의

여격 δειρᾷ

목에게

δειραῖν

목들에게

δειραῖς

목들에게

대격 δειράν

목을

δειρά

목들을

δειράς

목들을

호격 δειρά

목아

δειρά

목들아

δειραί

목들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὄμματα μὲν χρύσεια, καὶ ὑαλόεσσα παρειή, καὶ στόμα πορφυρέης τερπνότερον κάλυκος, δειρὴ λυγδινέη, καὶ στήθεα μαρμαίροντα, καὶ πόδες ἀργυρέης λευκότεροι Θέτιδος. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 481)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 481)

  • τῆς ἦ τοι πόδες εἰσὶ δυώδεκα πάντες ἀώροι, ἓξ δέ τέ οἱ δειραὶ περιμήκεες, ἐν δὲ ἑκάστῃ σμερδαλέη κεφαλή, ἐν δὲ τρίστοιχοι ὀδόντες πυκνοὶ καὶ θαμέες, πλεῖοι μέλανος θανάτοιο. (Homer, Odyssey, Book 12 9:10)

    (호메로스, 오디세이아, Book 12 9:10)

  • ποιεῖ δὲ ἄκρα τὰ στενὰ πρὸς τὴν Αἰθιοπίαν Δειρὴ καλουμένη, καὶ πολίχνιον ὁμώνυμον αὐτῇ: (Strabo, Geography, book 16, chapter 4 8:10)

    (스트라본, 지리학, book 16, chapter 4 8:10)

  • εἶτ Ἀρσινόη πόλις καὶ λιμήν, καὶ μετὰ ταῦτα ἡ Δειρή: (Strabo, Geography, book 16, chapter 4 28:7)

    (스트라본, 지리학, book 16, chapter 4 28:7)

  • ἔτι δὲ θαυμάσειεν ἄν τις καὶ τῆς ὀροφῆς ἐν τῷ εὐμόρφῳ τὸ ἀπέριττον κἀν τῷ εὐκόσμῳ τὸ ἀνεπίληπτον καὶ τὸ τοῦ χρυσοῦ ἐς τὸ εὐπρεπὲς σύμμετρον, ἀλλὰ μὴ παρὰ τὰς χρείας ἐπίφθονον, ἀλλ ὁπόσον ἂν καὶ γυναικὶ σώφρονι καὶ καλῇ ἀρκέσῃ ἐπισημότερον ἐργάσασθαι τὸ κάλλος, ἢ περὶ τῇ δειρῇ λεπτός τις ὁρ´μος ἢ περὶ τῷ δακτύλῳ σφενδόνη εὔφορος ἢ ἐν τοῖν ὤτοιν ἐλλόβια ἢ πόρπη τις ἢ ταινία τὸ ἄφετον τῆς κόμης συνδέουσα, τοσοῦτον τῇ εὐμορφίᾳ προστιθεῖσα ὅσον τῇ ἐσθῆτι ἡ πορφύρα: (Lucian, De Domo, (no name) 7:1)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 7:1)

  • φοίτα δ ἄλλοτε μὲν λείπων Σάμον, ἄλλοτε δ - αὐτὴν οἰνηρῇ δείρῃ κεκλιμένην πατρίδα, Λέσβον ἐς εὐοίνον: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 71 7:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 71 7:1)

  • Περσεφόνη δ ἑτέρ[ωθεν ἐπεὶ ἴδεν ὄμματα καλὰ] μητρὸς ἑῆς κατ [ἄρ ἥ γ ὄχεα προλιποῦσα καὶ ἵππους] ἆλτο θέει[ν, δειρῇ δέ οἱ ἔμπεσε ἀμφιχυθεῖσα: (Anonymous, Homeric Hymns, 40:11)

    (익명 저작, Homeric Hymns, 40:11)

  • ὁρ´μοι δ ἀμφ ἁπαλῇ δειρῇ περικαλλέες ἦσαν. (Anonymous, Homeric Hymns, 8:10)

    (익명 저작, Homeric Hymns, 8:10)

  • δειρῇ δ ἀμφ ἁπαλῇ καὶ στήθεσιν ἀργυφέοισιν ὁρ´μοισι χρυσέοισιν ἐκόσμεον, οἷσί περ αὐταὶ Ὧραι κοσμείσθην χρυσάμπυκες, ὁππότ ἰοιέν ἐς χορὸν ἱμερόεντα θεῶν καὶ δώματα πατρός. (Anonymous, Homeric Hymns, 2:5)

    (익명 저작, Homeric Hymns, 2:5)

유의어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION