헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δειλαίνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δειλαίνω

형태분석: δειλαίν (어간) + ω (인칭어미)

어원: dei/los

  1. to be a coward or cowardly

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δειλαίνω

δειλαίνεις

δειλαίνει

쌍수 δειλαίνετον

δειλαίνετον

복수 δειλαίνομεν

δειλαίνετε

δειλαίνουσιν*

접속법단수 δειλαίνω

δειλαίνῃς

δειλαίνῃ

쌍수 δειλαίνητον

δειλαίνητον

복수 δειλαίνωμεν

δειλαίνητε

δειλαίνωσιν*

기원법단수 δειλαίνοιμι

δειλαίνοις

δειλαίνοι

쌍수 δειλαίνοιτον

δειλαινοίτην

복수 δειλαίνοιμεν

δειλαίνοιτε

δειλαίνοιεν

명령법단수 δείλαινε

δειλαινέτω

쌍수 δειλαίνετον

δειλαινέτων

복수 δειλαίνετε

δειλαινόντων, δειλαινέτωσαν

부정사 δειλαίνειν

분사 남성여성중성
δειλαινων

δειλαινοντος

δειλαινουσα

δειλαινουσης

δειλαινον

δειλαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δειλαίνομαι

δειλαίνει, δειλαίνῃ

δειλαίνεται

쌍수 δειλαίνεσθον

δειλαίνεσθον

복수 δειλαινόμεθα

δειλαίνεσθε

δειλαίνονται

접속법단수 δειλαίνωμαι

δειλαίνῃ

δειλαίνηται

쌍수 δειλαίνησθον

δειλαίνησθον

복수 δειλαινώμεθα

δειλαίνησθε

δειλαίνωνται

기원법단수 δειλαινοίμην

δειλαίνοιο

δειλαίνοιτο

쌍수 δειλαίνοισθον

δειλαινοίσθην

복수 δειλαινοίμεθα

δειλαίνοισθε

δειλαίνοιντο

명령법단수 δειλαίνου

δειλαινέσθω

쌍수 δειλαίνεσθον

δειλαινέσθων

복수 δειλαίνεσθε

δειλαινέσθων, δειλαινέσθωσαν

부정사 δειλαίνεσθαι

분사 남성여성중성
δειλαινομενος

δειλαινομενου

δειλαινομενη

δειλαινομενης

δειλαινομενον

δειλαινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be a coward or cowardly

    • κακίζω (to make cowardly, to play the coward, to be worsted)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION