Ancient Greek-English Dictionary Language

δακρυόεις

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δακρυόεις

Structure: δακρυοεντ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: da/kruon

Sense

  1. tearful, much-weeping, through tears
  2. tearful, causing tears

Examples

  • τόξα τάδε πτολέμοιο πεπαυμένα δακρυόεντοσ νηῷ Ἀθηναίησ κεῖται ὑπορρόφια, πολλάκι δὴ στονόεντα κατὰ κλόνον ἐν δαῒ φωτῶν Περσῶν ἱππομάχων αἵματι λουσάμενα. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 21)
  • πέμπε δέ μιν πρὸσ δώματ’ Ὀδυσσῆοσ θείοιο, ἡο͂σ Πηνελόπειαν ὀδυρομένην γοόωσαν παύσειε κλαυθμοῖο γόοιό τε δακρυόεντοσ. (Homer, Odyssey, Book 4 97:3)
  • οὐ γάρ μιν πρόσθεν παύσεσθαι ὀί̈ω κλαυθμοῦ τε στυγεροῖο γόοιό τε δακρυόεντοσ, πρίν γ’ αὐτόν με ἴδηται· (Homer, Odyssey, Book 17 2:2)
  • ἀλλ’ ἴσχεο κλαυθμοῖο γόοιό τε δακρυόεντοσ. (Homer, Odyssey, Book 24 26:2)

Synonyms

  1. tearful

  2. tearful

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION