Ancient Greek-English Dictionary Language

ξενοδοκέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ξενοδοκέω

Structure: ξενοδοκέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from cenodo/kos

Sense

  1. to entertain guests or strangers

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ξενοδόκω ξενοδόκεις ξενοδόκει
Dual ξενοδόκειτον ξενοδόκειτον
Plural ξενοδόκουμεν ξενοδόκειτε ξενοδόκουσιν*
SubjunctiveSingular ξενοδόκω ξενοδόκῃς ξενοδόκῃ
Dual ξενοδόκητον ξενοδόκητον
Plural ξενοδόκωμεν ξενοδόκητε ξενοδόκωσιν*
OptativeSingular ξενοδόκοιμι ξενοδόκοις ξενοδόκοι
Dual ξενοδόκοιτον ξενοδοκοίτην
Plural ξενοδόκοιμεν ξενοδόκοιτε ξενοδόκοιεν
ImperativeSingular ξενοδο͂κει ξενοδοκεῖτω
Dual ξενοδόκειτον ξενοδοκεῖτων
Plural ξενοδόκειτε ξενοδοκοῦντων, ξενοδοκεῖτωσαν
Infinitive ξενοδόκειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ξενοδοκων ξενοδοκουντος ξενοδοκουσα ξενοδοκουσης ξενοδοκουν ξενοδοκουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ξενοδόκουμαι ξενοδόκει, ξενοδόκῃ ξενοδόκειται
Dual ξενοδόκεισθον ξενοδόκεισθον
Plural ξενοδοκοῦμεθα ξενοδόκεισθε ξενοδόκουνται
SubjunctiveSingular ξενοδόκωμαι ξενοδόκῃ ξενοδόκηται
Dual ξενοδόκησθον ξενοδόκησθον
Plural ξενοδοκώμεθα ξενοδόκησθε ξενοδόκωνται
OptativeSingular ξενοδοκοίμην ξενοδόκοιο ξενοδόκοιτο
Dual ξενοδόκοισθον ξενοδοκοίσθην
Plural ξενοδοκοίμεθα ξενοδόκοισθε ξενοδόκοιντο
ImperativeSingular ξενοδόκου ξενοδοκεῖσθω
Dual ξενοδόκεισθον ξενοδοκεῖσθων
Plural ξενοδόκεισθε ξενοδοκεῖσθων, ξενοδοκεῖσθωσαν
Infinitive ξενοδόκεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ξενοδοκουμενος ξενοδοκουμενου ξενοδοκουμενη ξενοδοκουμενης ξενοδοκουμενον ξενοδοκουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τὴν μὲν οὖν τιμὴν κομισθεῖσαν Εὔρυτοσ οὐ προσεδέξατο, Ἡρακλῆσ δὲ Ὀμφάλῃ δουλεύων τοὺσ μὲν περὶ τὴν Ἔφεσον Κέρκωπασ συλλαβὼν ἔδησε, Συλέα δὲ ἐν Αὐλίδι τοὺσ παριόντασ ξένουσ σκάπτειν ἀναγκάζοντα, σὺν ταῖσ ῥίζαισ τὰσ ἀμπέλουσ καύσασ μετὰ τῆσ θυγατρὸσ Ξενοδόκησ ἀπέκτεινε. (Apollodorus, Library and Epitome, book 2, chapter 6 3:3)

Synonyms

  1. to entertain guests or strangers

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION