Ancient Greek-English Dictionary Language

ξενηλατέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ξενηλατέω ξενηλατήσω

Structure: ξενηλατέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: e)lau/nw

Sense

  1. to banish foreigners

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ξενηλάτω ξενηλάτεις ξενηλάτει
Dual ξενηλάτειτον ξενηλάτειτον
Plural ξενηλάτουμεν ξενηλάτειτε ξενηλάτουσιν*
SubjunctiveSingular ξενηλάτω ξενηλάτῃς ξενηλάτῃ
Dual ξενηλάτητον ξενηλάτητον
Plural ξενηλάτωμεν ξενηλάτητε ξενηλάτωσιν*
OptativeSingular ξενηλάτοιμι ξενηλάτοις ξενηλάτοι
Dual ξενηλάτοιτον ξενηλατοίτην
Plural ξενηλάτοιμεν ξενηλάτοιτε ξενηλάτοιεν
ImperativeSingular ξενηλᾶτει ξενηλατεῖτω
Dual ξενηλάτειτον ξενηλατεῖτων
Plural ξενηλάτειτε ξενηλατοῦντων, ξενηλατεῖτωσαν
Infinitive ξενηλάτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ξενηλατων ξενηλατουντος ξενηλατουσα ξενηλατουσης ξενηλατουν ξενηλατουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ξενηλάτουμαι ξενηλάτει, ξενηλάτῃ ξενηλάτειται
Dual ξενηλάτεισθον ξενηλάτεισθον
Plural ξενηλατοῦμεθα ξενηλάτεισθε ξενηλάτουνται
SubjunctiveSingular ξενηλάτωμαι ξενηλάτῃ ξενηλάτηται
Dual ξενηλάτησθον ξενηλάτησθον
Plural ξενηλατώμεθα ξενηλάτησθε ξενηλάτωνται
OptativeSingular ξενηλατοίμην ξενηλάτοιο ξενηλάτοιτο
Dual ξενηλάτοισθον ξενηλατοίσθην
Plural ξενηλατοίμεθα ξενηλάτοισθε ξενηλάτοιντο
ImperativeSingular ξενηλάτου ξενηλατεῖσθω
Dual ξενηλάτεισθον ξενηλατεῖσθων
Plural ξενηλάτεισθε ξενηλατεῖσθων, ξενηλατεῖσθωσαν
Infinitive ξενηλάτεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ξενηλατουμενος ξενηλατουμενου ξενηλατουμενη ξενηλατουμενης ξενηλατουμενον ξενηλατουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ξενηλατήσω ξενηλατήσεις ξενηλατήσει
Dual ξενηλατήσετον ξενηλατήσετον
Plural ξενηλατήσομεν ξενηλατήσετε ξενηλατήσουσιν*
OptativeSingular ξενηλατήσοιμι ξενηλατήσοις ξενηλατήσοι
Dual ξενηλατήσοιτον ξενηλατησοίτην
Plural ξενηλατήσοιμεν ξενηλατήσοιτε ξενηλατήσοιεν
Infinitive ξενηλατήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ξενηλατησων ξενηλατησοντος ξενηλατησουσα ξενηλατησουσης ξενηλατησον ξενηλατησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ξενηλατήσομαι ξενηλατήσει, ξενηλατήσῃ ξενηλατήσεται
Dual ξενηλατήσεσθον ξενηλατήσεσθον
Plural ξενηλατησόμεθα ξενηλατήσεσθε ξενηλατήσονται
OptativeSingular ξενηλατησοίμην ξενηλατήσοιο ξενηλατήσοιτο
Dual ξενηλατήσοισθον ξενηλατησοίσθην
Plural ξενηλατησοίμεθα ξενηλατήσοισθε ξενηλατήσοιντο
Infinitive ξενηλατήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ξενηλατησομενος ξενηλατησομενου ξενηλατησομενη ξενηλατησομενης ξενηλατησομενον ξενηλατησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to banish foreigners

    • ξενόω (to be in foreign parts, to be abroad, to go into banishment)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION