헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βρύχημα

3군 변화 명사; 중성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βρύχημα βρύχηματος

형태분석: βρυχηματ (어간)

  1. 울부짖기, 포효, 으르렁거림, 부르짖음
  1. bellowing, roaring

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βρύχημα

울부짖기가

βρυχήματε

울부짖기들이

βρυχήματα

울부짖기들이

속격 βρυχήματος

울부짖기의

βρυχημάτοιν

울부짖기들의

βρυχημάτων

울부짖기들의

여격 βρυχήματι

울부짖기에게

βρυχημάτοιν

울부짖기들에게

βρυχήμασιν*

울부짖기들에게

대격 βρύχημα

울부짖기를

βρυχήματε

울부짖기들을

βρυχήματα

울부짖기들을

호격 βρύχημα

울부짖기야

βρυχήματε

울부짖기들아

βρυχήματα

울부짖기들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἦν μὲν γάρ αὐτοῖσ ἀχαράκωτον τὸ στρατόπεδον καὶ ἀτείχιστον, ἀπελείποντο δὲ τῶν βαρβάρων ἔτι πολλαὶ μυριάδεσ ἀήττητοι, καὶ συμμεμιγμένων τούτοισ ὅσοι διαπεφεύγεσαν τῶν Ἀμβρώνων, ὀδυρμὸσ ἦν διὰ νυκτόσ, οὐ κλαυθμοῖσ οὐδὲ στεναγμοῖσ ἀνθρώπων ἐοικώσ, ἀλλὰ θηρομιγήσ τισ ὠρυγὴ καὶ βρύχημα μεμιγμένον ἀπειλαῖσ καὶ θρήνοισ ἀναπεμπόμενον ἐκ πλήθουσ τοσούτου τά τε πέριξ ὄρη καὶ τὰ κοῖλα τοῦ ποταμοῦ περιεφώνει. (Plutarch, Caius Marius, chapter 20 2:1)

    (플루타르코스, Caius Marius, chapter 20 2:1)

  • ὅπου δ’ ἂν ἀπαγορεύσωσιν, οἱ μὲν κάθηνται περιμένοντεσ οἱ δὲ θηρεύουσι κἂν λάβωσιν ὁτιοῦν, ἀνακαλοῦνται, μόσχου μυκήματι τὸ βρύχημα ποιοῦντεσ ὅμοιον· (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 17 6:1)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 17 6:1)

  • μηκέτι ταυροβόροιο βαρὺ βρύχημα λέοντοσ πτήσσετε, ληινόμοι γειαρόται Νεμέησ· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 941)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 941)

유의어

  1. 울부짖기

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION