헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βουσφαγέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βουσφαγέω

형태분석: βουσφαγέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: sfagh/

  1. to slaughter oxen

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βουσφάγω

βουσφάγεις

βουσφάγει

쌍수 βουσφάγειτον

βουσφάγειτον

복수 βουσφάγουμεν

βουσφάγειτε

βουσφάγουσιν*

접속법단수 βουσφάγω

βουσφάγῃς

βουσφάγῃ

쌍수 βουσφάγητον

βουσφάγητον

복수 βουσφάγωμεν

βουσφάγητε

βουσφάγωσιν*

기원법단수 βουσφάγοιμι

βουσφάγοις

βουσφάγοι

쌍수 βουσφάγοιτον

βουσφαγοίτην

복수 βουσφάγοιμεν

βουσφάγοιτε

βουσφάγοιεν

명령법단수 βουσφᾶγει

βουσφαγεῖτω

쌍수 βουσφάγειτον

βουσφαγεῖτων

복수 βουσφάγειτε

βουσφαγοῦντων, βουσφαγεῖτωσαν

부정사 βουσφάγειν

분사 남성여성중성
βουσφαγων

βουσφαγουντος

βουσφαγουσα

βουσφαγουσης

βουσφαγουν

βουσφαγουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βουσφάγουμαι

βουσφάγει, βουσφάγῃ

βουσφάγειται

쌍수 βουσφάγεισθον

βουσφάγεισθον

복수 βουσφαγοῦμεθα

βουσφάγεισθε

βουσφάγουνται

접속법단수 βουσφάγωμαι

βουσφάγῃ

βουσφάγηται

쌍수 βουσφάγησθον

βουσφάγησθον

복수 βουσφαγώμεθα

βουσφάγησθε

βουσφάγωνται

기원법단수 βουσφαγοίμην

βουσφάγοιο

βουσφάγοιτο

쌍수 βουσφάγοισθον

βουσφαγοίσθην

복수 βουσφαγοίμεθα

βουσφάγοισθε

βουσφάγοιντο

명령법단수 βουσφάγου

βουσφαγεῖσθω

쌍수 βουσφάγεισθον

βουσφαγεῖσθων

복수 βουσφάγεισθε

βουσφαγεῖσθων, βουσφαγεῖσθωσαν

부정사 βουσφάγεισθαι

분사 남성여성중성
βουσφαγουμενος

βουσφαγουμενου

βουσφαγουμενη

βουσφαγουμενης

βουσφαγουμενον

βουσφαγουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • βουσφαγεῖν ὡπλίζετο. (Euripides, episode, lyric 1:35)

    (에우리피데스, episode, lyric 1:35)

유의어

  1. to slaughter oxen

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION