Ancient Greek-English Dictionary Language

βουνοειδής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: βουνοειδής βουνοειδές

Structure: βουνοειδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. hilly

Examples

  • ἐν δὲ τῷ πεδίῳ πέτραν τινὰ προσχώματι συμπληρώσαντεσ εἰσ βουνοειδὲσ σχῆμα ἐπέθηκαν τεῖχοσ καὶ τὸ τῆσ Ἀναί̈τιδοσ καὶ τῶν συμβώμων θεῶν ἱερὸν ἱδρύσαντο, Ὠμανοῦ καὶ Ἀναδάτου Περσικῶν δαιμόνων, ἀπέδειξάν τε πανήγυριν κατ’ ἔτοσ ἱεράν, τὰ Σάκαια, ἣν μέχρι νῦν ἐπιτελοῦσιν οἱ τὰ Ζῆλα ἔχοντεσ· (Strabo, Geography, Book 11, chapter 8 7:4)

Synonyms

  1. hilly

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION